βαρύτης

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύτης Medium diacritics: βαρύτης Low diacritics: βαρύτης Capitals: ΒΑΡΥΤΗΣ
Transliteration A: barýtēs Transliteration B: barytēs Transliteration C: varytis Beta Code: baru/ths

English (LSJ)

[ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς)

   A weight, heaviness, νεῶν Th.7.62, cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb, β. ναρκώδης Plu.2.978c; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b.    II of men, troublesomeness, importunity, ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.; β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57.    2 arrogance, Arist.Rh.1391a28; gravity, τοῦ ἤθους Plu. Fab.I codd.    III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA778a19, de An.422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po.1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al.    IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.

German (Pape)

[Seite 435] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύτης: [ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς) βάρος, βαρύτης, Θουκ. 7. 62· βαρύτης μέλους, ὀκνηρία, Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀχληρία, ἐνόχλησις, Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, βαρύτης, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, ἰσχύς, βάθος ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ ὀξύτης, Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς τόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
I. pesanteur, poids, lourdeur;
II. fig. :
1 gravité (du son, de la voix) ; t. de gramm. l’accent grave;
2 gravité, dignité;
3 caractère difficile à supporter, désagrément (que cause une personne ou une chose).
Étymologie: βαρύς.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
I op. κουφότης
1 peso, sobrecarga τῶν νεῶν Th.7.62, τῶν πλοίων Plb.1.51.9, de árboles, Thphr.HP 5.3.1
pesadez de alimentos, Thphr.CP 6.13.3, ἀπεψία καὶ β. καὶ πλησμονὴ σώματος Plu.2.978c
intensidad de un aroma, Thphr.CP 6.14.2, gener., Pl.Lg.897a.
2 de partes del cuerpo torpor, entumecimiento τῶν σκελῶν D.S.14.71, β. ναρκώδης ... ταῖς χερσίν Plu.2.978c
molestia profunda, gravedad ὑπεραλγὴς ὢν διὰ τὴν βαρύτατα τῆς ... ὀφθαλμίας Plb.3.79.12.
3 fig. del carácter orgullo, altivez, arrogancia ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31, de los tebanos, D.18.35, de los rodios, Plb.25.4.4, Μάρκου Plb.1.31.7, Δημητρίου Plu.Pyrrh.11, cf. Arist.Rh.1391a28, Plu.Cat.Mi.57, I.AI 18.37, Aristaenet.1.22.22
inoportunidad, pesadez δαίμονος Hld.7.25.7.
II op. ὀξύτης gravedad de la voz, Pl.Phlb.17c, Pl.Prt.316a, Ph.2.174
del acento, Aristid.Quint.7.3, 5, Ammon.Diff.405, esp. de la baritonesis eolia AB 662.30
mús. de los tonos, Anon.Bellerm.36, 37.

Greek Monotonic

βᾰρύτης: [ῠ], -ητος, ἡ (βαρύς),
I. βάρος, βαρύτητα, σε Θουκ.
II. λέγεται για τους ανθρώπους,
1. φορτικότητα, ενόχληση, δυσαρέσκεια, σε Δημ., Πλούτ.
2. με θετική σημασία, αξιοπρέπεια, σοβαρότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Αριστ., Πλούτ.
III. λέγεται για τον ήχο, δύναμη, ισχύς, βάθος, σε Πλάτ.