ἁρματοτροχιά

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτοτροχιά Medium diacritics: ἁρματοτροχιά Low diacritics: αρματοτροχιά Capitals: ΑΡΜΑΤΟΤΡΟΧΙΑ
Transliteration A: harmatotrochiá Transliteration B: harmatotrochia Transliteration C: armatotrochia Beta Code: a(rmatotroxia/

English (LSJ)

Ep. -ιή, ἡ,

   A wheel-track of a chariot, Il.23.505, Ph.1.312, Luc.Dem.Enc.23, Ael. VH2.27, Q.S.4.516.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Wagengeleis, Ael. H. A. 2, 36; Luc. Dem. enc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματοτροχιά: ἡ, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσιν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους οἱ τροχοὶ τοῦ ἅρματος, Λουκ. Δημοσθ. 23, Αἰλ. π. Ζ. 2. 37: - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν ποιητ. τύπ. ἁρματροχιή, Ἰλ. Ψ. 505· πρβλ. Κ. Σμ. 4. 516.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ornière.
Étymologie: ἅρμα, τροχός.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτοτροχιά) -ᾶς, ἡ

• Alolema(s): ép. ἁρμᾰτροχιή Il.23.505; tb. ἁρματροχιά Ph.1.312, Q.S.4.516, Phot.α 2842
rodera, releje, surco de las ruedas del carro οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ ... ἐν λεπτῇ κονίῃ Il.l.c., cf. Q.S.l.c., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἁρματοτροχιᾶς ... μηδὲν παραβάντας Luc.Dem.Enc.23, cf. Ael.VH 2.27, τὰς ἁρματοτροχιάς ἀλεείνειν Luc.l.c., cf. Ph.l.c., Phot.l.c.

Greek Monolingual

ἁρματοτροχιά, η (Α)
η γραμμή που σχηματίζουν στο έδαφος οι τροχοί του άρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + τροχιά.

Greek Monotonic

ἁρματοτροχιά: ἡ (τροχός), ίχνη των τροχών ενός άρματος, σε Λουκ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον ποιητ. τύπο ἁρματροχιή, σε Ομήρ. Ιλ.