πολύκροτος

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκροτος Medium diacritics: πολύκροτος Low diacritics: πολύκροτος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: polýkrotos Transliteration B: polykrotos Transliteration C: polykrotos Beta Code: polu/krotos

English (LSJ)

ον, also η, ον (v. infr.),

   A ringing loud or clearly, h.Pan.37; χελωνίς Posidon.10 J.    II sly, cunning, wily, v.l. in Od.1.1, cf. Hes.Fr.94.22, Anacr.90.2 (fem. πολυκρότῃ).

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr lärmend, hell tönend, singend, H. h. 18, 37; χελωνίς, Ath. XII, 527 f; auch ἡ πολυκρότη im fem., Anacr. bei Ath. X, 447 a; ναῦς, mit vielen Rudern (vgl. δίκροτος). – Nach Schol. Ar. Nubb. 259 lasen einige Alte so für πολύτροπος Od. 1, 1 und erklärten »durchtrieben«, »verschlagen«.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 (ἔνθα εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. δίκροτος. ΙΙΙ. πανοῦργος, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très sonore, retentissant;
2 qui agite ou fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.
Étymologie: πολύς, κροτέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκροτος, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό
2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το πολύκροτο
παλαιότερη λόγια ονομασία του περιστρόφου και του πιστολιού
μσν.-αρχ.
αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί δυνατά
αρχ.
1. πολύτροπος, δόλιος, κατεργάρης
2. (για πλοίο) με πολλά κουπιά, με πολλές σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρότος (πρβλ. λιγύ-κροτος)].

Greek Monotonic

πολύκροτος: -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν.