περιπολέω

From LSJ
Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπολέω Medium diacritics: περιπολέω Low diacritics: περιπολέω Capitals: ΠΕΡΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: peripoléō Transliteration B: peripoleō Transliteration C: peripoleo Beta Code: peripole/w

English (LSJ)

   A go round or about, wander about, S.OT1254; καθ; Ἑλλάδα E.IT84,1455 ; μετά τινος Pl.Phdr.252c ; ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα Isoc.4.145 ; of the sun or stars, Pl.Ti.41a, Arist.Fr.10, Epicur.Ep.2p.52U.: aor. Pass. in med. sense, D.L.8.4.    II c. acc. loci, traverse, οὐρανόν Pl.Phdr.246b ; τόνδε τὸν τόπον Id.Tht.176a ; π. στρατόν prowl about it, E.Rh.773 ; ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Philostr.Ep.5, etc.    2 at Athens, οἱ ταχθέντες . . περιπιπολεῖν τὴν χώραν to patrol the country, X.Vect.4.52 ; οἱ ἔφηβοι . . π. τὴν χώραν Arist.Ath.42.4, cf. IG12.99.22 (prob.).

German (Pape)

[Seite 588] umherbewegen, umhertreiben, gew. intrans., sich um Etwas herumbewegen, umhergehen, -schweifen; Soph. O. R. 1254; καθ' Ἑλλάδα, Eur. I. T. 84; auch c. accus., λεύσσω φῶτε περιπολοῦνθ' ἡμῶν στρατόν, umwandeln, Rhes. 773; Plat. Phaedr. 246 b u. öfter; ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, Luc. Deor. D. 12, 1; ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα στρατιά, Isocr. 4, 145.

Greek (Liddell-Scott)

περιπολέω: περιέρχομαι τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1254, Εὐρ. Ι. Τ. 84· π. καθ’ Ἑλλάδα αὐτόθι 1455· μετά τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 252C· ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέων περιπολοῦσα Ἰσοκρ. 70Ε· ἐπί τινων θεῶν, Πλάτ. Τίμ. 41Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι, π. οὐρανὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τόνδε τὸν τόπον ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 176Α· οὕτω, π. στρατόν, περιπλανῶμαι ἀνὰ τὸν στρατόν, Εὐρ. Ρῆσ. 773· ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Φιλοστρ. Ἐπιστ., κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, οἱ περιπολεῖν τὴν χώραν ταχθέντες, οἱ περίπολοι, (ἴδε περίπολος), Ξεν. Πόροι 4. 52· οἱ ἔφηβοι… π. τὴν χώραν Ἀριστ. Ἀποσπ. 428. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπολεῖ· περιοδεύει, περιέρχεται, περιέπει, ἀναστρέφει, περιπολεύει, κυκλεύει καὶ τὰ ὅμοια».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. ou κατά et l’acc..
Étymologie: περίπολος.

Greek Monotonic

περιπολέω: μέλ. -ήσω·
I. πηγαίνω εδώ και εκεί, περιπλανώμαι, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. με αιτ. τόπου, διέρχομαι, σε Πλάτ.· περιπολέω στρατόν, περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ.
2. στην Αθήνα, περιπολεῖν τὴν χώραν, περιπολώ τη χώρα (βλ. περίπολος), σε Ξεν.