πραπίδες

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾰπίδες Medium diacritics: πραπίδες Low diacritics: πραπίδες Capitals: ΠΡΑΠΙΔΕΣ
Transliteration A: prapídes Transliteration B: prapides Transliteration C: prapides Beta Code: prapi/des

English (LSJ)

αἱ, dat.

   A πραπίσιν Pi.O.2.94, Ep. πραπίδεσσι (v. infr.):— poet.,    1 = φρένες, midriff, diaphragm, βάλε . . ἦπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11.579, cf. 13.412, 17.349: then, since this was deemed the seat of mental powers and affections,    2 understanding, mind, ἰδυίῃσι πραπίδεσσι 1.608, 18.380, etc.; περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ' ἐστὶ νόημα Hes. Th.656; as the seat of desire, heart, ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος Il.24.514; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσιν wins a wife after his own heart, Hes.Th.608; πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4; πραπίδων πλοῦτος ib.2, cf. Pi.O.11(10).10, P.4.281; Trag. in lyr., εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag.380, cf. 802, E.Andr.480: rarely in sg. πραπίς, ίδος, Pi.P.2.61, Fr.109, E.Ba.427 (lyr.), 999 (lyr.); ἔργον ἐμῆς π. IG 14.1500.

German (Pape)

[Seite 694] αἱ, eigtl. = φρένες, das Zwerchfell, βάλε ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, Il. 11, 579, wie sonst ὑπὸ φρενῶν; u. übertr., καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος, 24, 514; u., als Sitz des Verstandes, = Verstand; ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν, er verfertigte mit Verstand u. Kunst, 1, 608. 18, 380. 20, 12 u. öfter; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, eine Gattinn, die ganz seinen Neigungen, Wünschen entsprach, Hes. Th. 608; δικαιᾶν πραπίδων, Pind. P. 4, 281; σοφαῖς πραπίδεσσιν, Ol. 10, 10; ἐς πραπίδας ἀγαγών, P. 5, 63; auch sing., χαύνᾳ πραπίδι, P. 2, 61, vgl. frg. 228. 230; Philet. 2; εὖ πραπίδων λαχόντα, Aesch. Ag. 370; εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, 776; Eur. μανείσᾳ πραπίδι, Bacch. 997; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰπίδες: -αἱ, δοτ. πραπίσιν Πινδ. Ο. 2. 171, Ἐπικ. πραπίδεσσι· ― ποιητ. λέξις· 1) κυρίως = φρένες, τὸ μεταξὺ θώρακος καὶ κοιλίας διάφραγμα, ἔβαλ’ ἧπαρ ὑπὲρ πραπίδων Ἰλ. Λ. 579, Ν. 412, Ρ. 349 ― ἀκολούθως, ἐπειδὴ τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἕδρα τῆς διανοητικῆς δυνάμεως καὶ τοῦ αἰσθητικοῦ, 2) ὡς τὸ φρένες, ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν Ἰλ. Α. 608, Σ. 380, κτλ.· περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ’ ἔστι νόημα Ἡσ. Θ. 656· ― ὡς ἕδρα τῆς ἐπιθυμίας, ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς καρδίας, ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ ἥμερος Ἰλ. Ω. 514· ἔσχεν ἄκοιτιν ἀραρυῖαν πραπίδεσσιν, γυναῖκα «τῆς καρδιᾶς του», Ἡσ. Θεογ. 608· πάσῃσιν ὀρέγεσθαι πραπίδεσσιν Ἐμπεδ. 430· πραπίδων πλοῦτος αὐτόθι 300. 420· ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ο. 10 (11), 10, Π. 4. 500, καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 380. 802, Εὐρ. Ἀνδρ. 481· ― τὸ ἑνικὸν πραπίς, ίδος, εἶναι σπάνιον Πινδ. Π. 2. 113, Ἀποσπ. 228, Εὐρ. Βάκχ. 428, 999 (λυρ.), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 597.

English (Autenrieth)

= φρένες, diaphragm, midriff, Il. 11.579; then for heart, mind, thoughts, Il. 22.43, Il. 18.380, Od. 7.92.

Greek Monolingual

αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, -ίδος, ή, Α
1. το διάφραγμα που βρίσκεται μεταξύ του θώρακα και της κοιλιάς
2. (ως έδρα της διανοητικής δύναμης) νους, διάνοια
3. (ως έδρα τών αισθήσεων) τα συναισθήματα
4. (ως έδρα της επιθυμίας) καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. παρηΐς)].

Greek Monotonic

πρᾰπίδες: αἱ, δοτ. πραπίσιν, Επικ. πραπίδεσσι, ποιητ. λέξη,
1. κυρίως = φρένες, στομάχι, διάφραγμα, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα,
2. όπως το φρένες, νους, διάνοια, πνεύμα, ψυχή, στο ίδ.· ενικ. πραπίς, -ίδος, σε Πίνδ., Ευρ.