ἀπεκδύομαι

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεκδύομαι Medium diacritics: ἀπεκδύομαι Low diacritics: απεκδύομαι Capitals: ΑΠΕΚΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: apekdýomai Transliteration B: apekdyomai Transliteration C: apekdyomai Beta Code: a)pekdu/omai

English (LSJ)

fut. -δύσομαι [ῡ]: aor. 1 -εδῡσάμην:—

   A strip off oneself: metaph., put off, τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9.    II strip off for oneself, despoil, τινά ib.2.15.

German (Pape)

[Seite 285] (s. δύω), sich ausziehen u. so zum Kampfe rüsten, Ios.; ablegen, z. B. Gewohnheiten, N.T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκδύομαι: μέλλ. -δύσομαι [ῡ]: ἀόρ. α΄ -εδυσάμην: ἐκβάλλω τὰ ἱμάτιά μου, ἐκδύομαι, μεταφ. ῥίπτω μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ἐπιστ. π. Κολασσ. γ΄, 9: παρ’ Ἐκλ. - ἴδε μετεκδύομαι. ΙΙ. ἀπογυμνῶ, ἀποστερῶ, Ἐπιστ. π. Κολασσ. β΄, 15. - ὁ τύπος ἀπεκδιδύσκομαι εὕρηται παρ’ Ἀθανασ. τ. 2, σ. 58Β.

Spanish (DGE)

1 desnudarse, despojarse de τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9, σῶμα Hippol.Haer.1.24, τὰ πάθη Clem.Al.Strom.6.14.109
ἀπεκδεδῦσθαι τὸ περιβόλαιον Gr.Nyss.Hom.in Cant.360.5, abs. ὅταν ἀπεκδύηται Aristaenet.1.3.34.
2 despojar a c. doble ac. τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ... αὐτούς Ep.Col.2.15.

English (Strong)

middle voice from ἀπό and ἐκδύω; to divest wholly oneself, or (for oneself) despoil: put off, spoil.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεκδυσαμην;
1. wholly to put off from oneself (ἀπό denoting separation from what is put oft): τόν παλαιόν ἄνθρωπον, wholly to strip off for oneself (for one's own advantage), despoil, disarm: τινα, Winer s De verb. comp. etc. Part iv., p. 14 f (especially Lightfoot on Josephus, Antiquities 6,14, 2 ἀπεκδυς (but Bekker edition has μετεκδυς) τήν.

Greek Monolingual

ἀπεκδύομαι)
νεοελλ.
(της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω
αρχ.
1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι
2. ρίχνω, πετώ μακριά μου
3. απογυμνώνω, αποστερώ.

Greek Monotonic

ἀπεκδύομαι: μέλ. -δύσομαι [ῡ], αόρ. αʹ -εδυσάμην·
I. αφαιρώ τα ενδύματά μου, γδύνομαι, όπως συμβαίνει όταν κάποιος προετοιμάζεται για την προσωπική μάχη που δίνει για να αποβάλλει τον παλιό του εαυτό ενστερνιζόμενος τον Χριστιανισμό, σε Καινή Διαθήκη
II. απογυμνώνω, αποστερώ, λαφυραγωγώ, τινα, στο ίδ.