ταμιεία

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐεία Medium diacritics: ταμιεία Low diacritics: ταμιεία Capitals: ΤΑΜΙΕΙΑ
Transliteration A: tamieía Transliteration B: tamieia Transliteration C: tamieia Beta Code: tamiei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stewardship, management, Pl.Lg.806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA622b26; τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26.    II office of treasurer, Arist.Pol.1309b7.    2 = Lat. quaestura, Str.4.1.12, Plu.Cat.Mi.17.    III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU934 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, das Amt, Geschäft des ταμίας, Haushaltung, Verwaltung empfangener Vorräthe, Vertheilung u. Ausgabe; Plat. Legg. VII, 806 a; Xen. Oec. 7, 41. – In Rom quaestura, Plut. Gat. min. 17.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμιεία: ἡ, (ταμιεύω) τὸ ἔργον τοῦ ταμείου, διαχείρισις, διεύθυνσις, οἰκονομία, Πλάτ. Νόμ. 806Α, Ξεν. Οἰκ. 7. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 65· ἡ τῆς τροφῆς τ., ἡ ἀποταμίευσις τροφῆς ὑπὸ τῶν μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. ΙΙ. τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ ταμίου, ὡς πολιτικὸς ὅρος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9, 3. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, Λατ. quaestura, Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 17. 18, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habitudes d’économie, administration bien ordonnée;
2 à Rome questure.
Étymologie: ταμιεύω.

Greek Monolingual

και ταμεία, ἡ, Α ταμιεύω
1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.)
2. το αξίωμα ή το έργο του ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.).

Greek Monotonic

τᾰμιεία: ἡ (ταμιεύω
I. διαχείριση του ταμείου, οικονομία, σε Ξεν.
II. 1. το αξίωμα του ταμία, ως πολιτικός όρος, σε Αριστ.
2. στη Ρώμη, το υπούργημα του ταμία, σε Πλούτ.