τροποφορέω

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροποφορέω Medium diacritics: τροποφορέω Low diacritics: τροποφορέω Capitals: ΤΡΟΠΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: tropophoréō Transliteration B: tropophoreō Transliteration C: tropoforeo Beta Code: tropofore/w

English (LSJ)

c. acc.,

   A bear with another's moods, Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τὸν τῦφόν μου Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφο- in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.

Greek (Liddell-Scott)

τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.

English (Strong)

from τρόπος and φορέω; to endure one's habits: suffer the manners.

English (Thayer)

(τροφοφορέω) τροφοφόρω: 1st aorist ἐτροφοφόρησα; (τροφός and φέρω); to bear like a nurse or mother, i. e. to take the most anxious and tender care of: τινα, G L T Tr marginal reading (R. V. marginal reading bear as a nursing-father) (Alex. manuscript, etc.; Macarius, hom. 46,3and other ecclesiastical writings); see τροποφορέω.

Greek Monotonic

τροποφορέω: μέλ. τροποφορήσω, υπομένω τους τρόπους κάποιου, τινά, σε Καινή Διαθήκη