βουκολέω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
A tend cattle, ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες (Ep. impf.) Il.21.448, etc.: abs., Parth.4.1, Luc.DDeor.3:—Med., βουκολεῖσθαι αἶγας Eup.18:—Pass., of cattle, graze, ἕλος κάτα βουκολέοντο, of horses, Il.20.221, cf.Ar.Pax153: metaph. of meteors, range through the sky, Call.Del.176. b c. acc. rei, graze on, Τρηχινίδα Euph. 114. 2 of persons, βουκολεῖς Σαβάζιον you tend, serve him (with allusion to his tauriform worship), Ar.V.10:—Med., μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον ruminating, pondering, A.Eu.78. II metaph., cheat, beguile, πάθος Id.Ag.669; τὸ δήμιον Ar.Ec.81, cf. Men.Sam.251; αἱ τίτθαι τοὺς παῖδας διὰ μυθολογίας βουκολοῦσιν Max.Tyr.10.3; β. λύπην Babr.19.7; ἀλλοτρίοις κόσμοις τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπές β. Luc.Am.38:—Med., ἐλπίσι βουκολοῦμαι I feed myself on hopes, cheat myself with them, Alciphr.3.5, cf. Luc.Trag.29; ἐπιθυμίαις Id.Am.2:—Pass., Stoic.3.147; βουκολεῖσθαι ὑπὸ ἐνυπνίων Porph.Marc.6.
German (Pape)
[Seite 456] 1) Rinder weiden, hüten, βουκόλος sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 ἔνθα κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο θήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον πάθος Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18.
Greek (Liddell-Scott)
βουκολέω: Δωρ. βωκ-· (βουκόλος)·- βόσκω βοῦς , ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, ἕλος κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. ἱπποβουκόλος), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις (ἴσως μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας αὐτοῦ), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · ὡσαύτως κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ ποιμαίνω, Λατ. pasco, lacto, ἐμπαίζω, ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», πόθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· κάτω κάρα ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. βουκολήσω, ao. ἐβουκόλησα, pf. inus.
Pass. pf. βεβουκόλημαι;
1 faire paître des bœufs;
2 faire paître en gén. ; prendre soin de ; calmer, adoucir : πάθος ESCHL une souffrance ; séduire en flattant, tromper;
Moy. βουκολέομαι-οῦμαι paître.
Étymologie: βουκόλος.
English (Autenrieth)
(βουκόλος), ipf. iter. βουκολέεσκες: act., pasture, tend cattle; mid., graze, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο, Il. 20.221.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. βουκολέεσκον Il.21.448, h.Ven.55]
A tr.
I c. ac. de anim. apacentar, pastorear βοῦς Il.l.c., h.Ven.l.c., Scyl.Per.26, tb. en v. med. αἶγας Eup.19
•abs. apacentar ganado, Il.5.313, 14.445, Od.10.85, Cratin.313, Theoc.20.38, Parth.4.1, Luc.DDeor.7, Philostr.VS 553, Pamprepius 3.160.
II fig., c. ac. de pers. o abstr.
1 cuidar como un pastor, servir βουκολέων ἐμὲ καὶ σέ h.Merc.167, βουκολεῖς Σαβάζιον apacientas, e.e. sirves a Sabacio (prob. aludiendo a su aspecto de toro), Ar.V.10.
2 apacentar, reflexionar, rumiar sentimientos o sensaciones ἐβουκολοῦμεν φροντίσιν νέον πάθος apacentábamos e.e. rumiábamos en nuestras mentes un nuevo dolor A.A.669.
3 engañar, burlar, seducir τὸ δήμιον Ar.Ec.81, μή με βουκολεῖς ὅρα procura no estar toreándome Men.Sam.530, cf. 596, ἡμᾶς PLond.1979.15 (III a.C.), αἱ τιτθαὶ (sic) τοὺς παῖδας διὰ μυθολογίας Max.Tyr.4.3, τοὺς ἀνθρώπους Origenes Cels.2.79, τὸν πρεσβύτην Aristaenet.1.5.20
•en v. pas. ὑπὸ τῶν ... ἐνυπνίων βουκολούμενοι engañados por las visiones tenidas en sueños Porph.Marc.6, cf. Chrysipp.Stoic.3.147, Eus.Hierocl.4.42.
4 disimular ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς βουκολοῦσιν unos adornos externos disimulan la fealdad natural Luc.Am.38.
III fig. en v. med. sobrellevar, asumir τόνδε πόνον A.Eu.78
•de ahí en v. act. aliviar τὴν λύπην Babr.19.7.
B intr. en v. med.
I pastar ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. Ar.Pax 153.
II fig.
1 de los signos celestes caminar errante en el cielo Call.Del.176.
2 engañarse a sí mismo, dejarse arrastrar ἄλλαις ἀπ' ἄλλων ἐπιθυμίαις por una pasión tras otra Luc.Am.2, ἐλπίδι ματαίᾳ con vanas esperanzas Luc.Trag.29, ἐλπίσιν ἀπατηλαῖς con falsas esperanzas Alciphr.3.2.3.
Greek Monotonic
βουκολέω: Δωρ. βωκ-, μέλ. -ήσω, Ιων. παρατ. βουκολέεσκον (βουκόλος),
I. 1. βόσκω, προσέχω, φυλάω, επιμελούμαι βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για βόδια, διατρέχω τα λιβάδια, βόσκομαι, στο ίδ.
2. λέγεται και για πρόσωπα, υπηρετώ, λατρεύω, σε Αριστοφ. — Μέσ., τόνδε βουκολούμενος πόνον, βρίσκομαι συνεχώς απασχολημένος μ' αυτόν το μόχθο, σε Αισχύλ.
II. μεταφ., παραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελώ, στον ίδ.· Μέσ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, τρέφομαι με αυταπάτες, βαυκαλίζομαι, σε Ευρ.