δίπαλτος

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐπαλτος Medium diacritics: δίπαλτος Low diacritics: δίπαλτος Capitals: ΔΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: dípaltos Transliteration B: dipaltos Transliteration C: dipaltos Beta Code: di/paltos

English (LSJ)

ον,

   A brandished with both hands, ξίφη E.IT323; δ. πῦρ lightning hurled by Zeus with both hands, i. e. with all his might, Id.Tr.1103 (lyr.); πᾶς . . στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι all the host would kill me with sword brandished in both hands, i. e. with all their might, S.Aj.408 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 639] zwiefach geschlungen; πᾶς στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι Soph. Ai. 402, nach den Schol. entweder ἀμφοτέραις χερσί, παντὶ σθένει, oder λαβὼν τὰ δίπαλτα δοράτια, wie noch Sp. das Wort erkl., mit zwei Wurfspießen bewaffnet; richtiger wohl: das doppelt angetriebene Heer, mit Rücksicht auf die beiden Atriden, welche das Heer wie ein Geschoß auf den Ajas schleudern; ξίφη, mit beiden Händen oder von den Beiden (Orest und Pylades) geschwungene Schwerter, Eur. I. T. 323; πῦρ, der wie mit beiden Händen gewaltig geschwungene Blitz, Troad. 1104.

Greek (Liddell-Scott)

δίπαλτος: -ον, παλλόμενος δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, δ. ξίφη, δύο ξίφη, δύο ἀνδρῶν ὑψωμένα ξίφη, Εὐρ. Ι. Τ. 312· δ. πῦρ, κεραυνὸς ἐξακοντιζόμενος ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμφοτέραις ταῖς χερσί, δηλ. παντὶ σθένει, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1104. ΙΙ. ἐν Σοφ. Αἴ. 402, πᾶς… στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι, ὅλος ὁ στρατὸς ἤθελε μὲ φονεύσει ἕκαστος μὲ δύο λόγχας (ὡς παρ’ Ὁμ. δύο δοῦρε ἔχων) δηλ. ἕκαστος μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν· πρβλ. δορίπαλτος, τρίπαλτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brandi ou lancé à deux mains ; lancé par deux mains, càd par deux personnes : δίπαλτα ξίφη EUR les deux épées;
2 qui lance des traits de deux côtés.
Étymologie: δίς, πάλλω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 de objetos blandido con ambas manos, blandido con una y otra mano ξίφη E.IT 323, cf. Sud., Sch.S.Ai.408c Ch., δίπαλτον ἱερὸν ... κεραυνοφαὲς πῦρ fuego sagrado del rayo blandido con ambas manos por Zeus, E.Tr.1102
fig. δίπαλτα πήματα dobles dolores A.Th.985 (cód.).
2 que blande en ambas manos στρατὸς δ. ... χειρί el ejército blandiendo (una lanza) en cada mano S.Ai.407, cf. Eust.674.14, Op.288.94.

Greek Monolingual

δίπαλτος, -ον (AM)
1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια
2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» — όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε στρατιώτης θα με χτυπά κρατώντας το ξίφος και με τα δύο χέρια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλτός «παλλόμενος, εκτοξευόμενος» < πάλλω (πρβλ. δορίπαλτος, τρίπαλτος)].

Greek Monotonic

δίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται και με τα δύο χέρια, σε Ευρ.· δίπαλτος ἄν με φονεύοι, όλος ο στρατός ήθελε να με σκοτώσει ο καθένας με δύο λόγχες, δηλ. ο καθένας με όλη του τη δύναμη, σε Σοφ.