ἔκφρων
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A out of one's mind, beside oneself, Hp. Mul.2.117, Luc.Nigr.38, Plot.2.9.8; senseless, stupid, D.19.267; also, frenzied, enthusiastic, of poets, Pl.Ion534b; of Bacchantes, Luc. Bacch.1, AP6.220.2 (Diosc.), cf. Pl.Lg.790e. II Adv. -φρόνως, ἥττων γίγνεσθαι τῶν προσπιπτόντων Hld.6.9.
German (Pape)
[Seite 786] ον, von Sinnen, sinnlos, außer sich; ἔνθεος Plat. Ion 534 b; βακχεῖαι Legg. VII, 790 e; ἔκφρονα ποιεῖ Rep. III, 402 e; καὶ παραπλῆγες Dem. 19, 267; von den Bacchantinnen u. den Priestern der Cybele, Diosc. 11 (VI, 220); Paul. Sil. 58 u. a. Sp. Auch adv. ἐκφρόνως.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) ἔξω φρενῶν, παράφρων, Ἱππ. 641. 37˙ ἀνόητος, μωρός, Δημ. 426. 23˙ ὡσαύτως, ἐκμανής, ἐνθουσιῶν, ἐπὶ τῶν ποιητῶν, Πλάτ. Ἴων 534Β˙ ἐπὶ βακχιαζόντων, ἔκφρων μαινομένην δοὺς ἀνέμοισι τρίχα Ἀνθ. Π. 6. 220, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 790Ε.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui a perdu le sens, insensé.
Étymologie: ἐκ, φρήν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1en gener. fuera de sí, frenético ἔκφρονες γίνονται se ponen a delirar como síntoma de enfermedad, Hp.Mul.2.117, τῶν γυναικῶν ... ἐκφρόνων οὐσῶν πρός τε τὴν κραυγὴν καὶ τὸ πῦρ τῶν πολεμίων Plu.Ages.31, ἔκφρονες γίγνονται se vuelven rabiosos los mordidos por perros, Luc.Nigr.38, cf. Plb.8.19.7, Plot.2.9.8
•de pers. poseídas por la divinidad: de los poetas, Pl.Io 534b, de las Bacantes, Pl.Lg.790e, cf. Luc.Bacch.1, de los sacerdotes de Cibele AP 6.220 (Diosc.).
2 que pierde el juicio o no discierne, insensato ἡ ἡδονὴ ... ἔκφρονα ποιεῖ οὐχ ἧττον ἢ λύπη Pl.R.402e, ἔκφρονας ... ποιεῖ vuelve insensatos la corrupción a los ciudadanos, D.19.267, ψυχῆς ... ἔκφρονος ὑπὸ μελαγχολίας Ph.1.407, tb. de abstr. λύττη καὶ μανία Ph.2.565.
II adv. -ως insensatamente τί δὲ οὕτως ἐ. ἥττων γίνῃ τῶν προσπιπτόντων; ¿Por qué te dejas vencer por las circunstancias tan insensatamente? Hld.6.9.3.
Greek Monolingual
-ον (AM ἔκφρων, -ον)
1. έξω φρενών, εκτός εαυτού, παράφρων, έξαλλος
2. μωρός, ανόητος, ηλίθιος
3. (για ποιητές ή βακχίδες) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή εμπνεύσεως («ἔκφρων καὶ ὁ νοῡς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἔκφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), παράφρων, παράλογος, παρανοϊκός, ανόητος, άμυαλος, σε Δημ.· επίσης, αυτός που βρίσκεται σε ένθεη μανία, ενθουσιώδης, λέγεται για ποιητές, σε Πλάτ.