ἐμπρίω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
[ῑ], Ep. ἐνιπ-,
A saw into, ὀστέον, vulg. for ἐκ-, Hp.VC21; τὸ οὖς ἐνέπρῑσε τοῖς ὀδοῦσι bit deep into it, D.S.10.17. II gnash together, ὀδόντας ἐμπεπρικώς having the teeth fixed in a bite, Id.17.92, v. l. in Luc.Somn.14; ἐ. γένυν Χαλινοῖς Opp.H.5.186, cf. C.2.261. III intr., bite, be pungent, σίνηπυν, ὀνόγυρον, etc., Nic.Al.533 (dub. l.), Th.71, al. 2 ἐμπρίων σφυγμός saw-like, hard pulse, Gal.8.474, Alex.Trall.6.1.
German (Pape)
[Seite 817] (s. πρίω), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Uebertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρίω: ῑ: μέλλ. -ίσω, πριονίζω ἔν τινι, ὀστέον Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. σφίγγω, τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· τρίζω, καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτως, ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι δριμύς, καυστικὸς τὴν γεῦσιν, καίω, ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 entamer avec la scie, scier;
2 p. ext. entamer comme avec une scie, mordre profondément;
II. intr. avoir une saveur mordante ou piquante.
Étymologie: ἐν, πρίω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἐνιπ- Opp.C.2.261
I tr.
1 morder, clavar los dientes en, dentellear c. ac. de la parte mordida περιχανὼν τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι D.S.10.18, μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσιν (las serpientes) clavan sus dientes en la frente del ciervo, Opp.C.2.261
•abs. γόμφοισιν ἐμπρίων rechinando los dientes, dentellando Tim.15.69.
2 clavar, apretar c. ac. de los dientes ὁ δὲ κύων ... τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικὼς ἔμενεν D.S.17.92, (ἵππος) γένυν ... χαλινοῖς ἐμπρίει Opp.H.5.186.
II intr.
1 picar, ser acre sólo en part. ἐμπρίων acre, picante σίνηπυ Nic.Al.533, ὀνόγυρος Nic.Th.71.
2 serrar sólo en part. ἐμπρίων σφυγμός pulso de sierra, que recuerda el funcionamiento de la sierra propio de la pleuritis φλεγμονῆς σφυγμὸς ὁ μὲν κοινὸς ἁπάσης οἷον ἐμπρίων ἐστίν Gal.8.474, cf. Aët.8.76, Alex.Trall.2.229.11, Anecd.Erm.63.
Greek Monolingual
ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α)
1. πριονίζω μέσα
2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά
3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια
4. τρίζω
5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω.
Greek Monotonic
ἐμπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω (ἐν), πριονίζω, τρίζω τα δόντια, σε Λουκ.