ἑτερόζυγος

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόζῠγος Medium diacritics: ἑτερόζυγος Low diacritics: ετερόζυγος Capitals: ΕΤΕΡΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: heterózygos Transliteration B: heterozygos Transliteration C: eterozygos Beta Code: e(tero/zugos

English (LSJ)

ον,

   A unevenly yoked, of animals of diverse kind, LXX Le.19.19, cf. Ph. 2.369; of vases, not pairs, PCair.Zen.38.12 (iii B.C.).    2 of the balance, leaning to one side, Ps.-Phoc.15.    II yoked with another, i.e. double, Nonn.D.10.348.    III Gramm., differently formed, A.D.Adv.171.17. Adv. -γως in a different declension, Hdn.Gr. ap. Eust.113.35; also τὰ ὁ. λεγόμενα (e.g. σπουδαῖος, as Adj. of ἀρετή) Procl.in Cra.p.40 P.

German (Pape)

[Seite 1048] 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., ἅμμα Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, σταθμός Phocyl. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόζυγος: -ον, ἑτέρου εἴδους, ἑτεροειδής, τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, δὲν θὰ κάμῃς τὰ κτήνη σου νὰ βατεύωνται μὲ ἑτεροειδῆ κτήνη, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 19, πρβλ. Δευτ. ΚΒ΄, 10), «τουτέστιν, οὐ δώσεις ἵππον θήλειαν ὄνῳ τοῦ μιγῆναι αὐτὴν καὶ ἀνάπαλιν» Κύριλλ.: ― παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ κλινόμενος κατὰ διάφορον κλίσιν, Εὐστ. Ἰλ. 113, 35· οὕτως ἐπίρρ. -γως, ἑτεροκλίτως: ― τὸ Ἐπίρρ. σημαίνει προσέτι, διαφόρως, Πρόκλ. ἐν Α. Β. 1164. 2) ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ψευδο-Φωκυλ. 13. ΙΙ. μετ’ ἄλλου συνεζευγμένος, δηλ. διπλοῦς, Νόνν. Δ. 10. 348. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτερόζυγοι· οἱ μὴ συζυγοῦντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (ἕτερος différent);
1 attelé avec des animaux différents ; mal accouplé, mal assorti;
2 qui penche d’un côté;
3 t. de gramm. d’une autre déclinaison ou conjugaison (συζυγία);
II. (ἕτερος autre de deux) attelé avec un autre, double.
Étymologie: ἕτερος, ζυγόν.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)
1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο
2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής
νεοελλ.
ετεροβαρής, άδικος
μσν.
συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος
αρχ.
1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός
2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.
επίρρ...
ἑτεροζύγως (Α)
1. κατά διαφορετική κλίση της γραμματικής
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζυγός.

Greek Monotonic

ἑτερόζῠγος: -ον (ζυγόν), συζευγμένος με ζώο διαφορετικού είδους, σε Εβδ.