Ζ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
Greek Monotonic
Ζ: ζ , ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο συνήθως ονομάζουμε δίγαμμα, διατηρήθηκε για να παριστά τα ἕξ, ἕκτος· αλλά ͵ζ = 7.000. Το Ζ ζ προέκυψε από τη σύνθεση σ και δ, με αποτέλεσμα στην Αιολ. να γίνεται σδ, όπως Σδεύς, κωμάσδω, ψιθυρίσδω αντί Ζεύς, κωμάζω, ψιθυρίζω· αντιστρόφως, στην Αττ. το σδ γίνεται ζ, π.χ. Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε. Αλλά το σ συχνά δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = διά, βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το ζ γίνεται δ, καθώς έχουμε τους τύπους Δεύς, Δάν αντί Ζεύς, Ζάν· ο τύπος όμως δορκάς = ζορκάς· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο ἀρίζηλος αντί ἀρίδηλος· επίσης, ἀλαπαδνός από το ἀλαπάζω, παιδνός από το παίζω· στη Δωρ., όταν το ζ βρίσκεται στο μέσο λέξεως γίνεται δδ, όπως στους τύπους θερίδδω αντί θερίζω, μάδδα αντί μᾶζα. Το ζήτα, επειδή είναι διπλό σύμφωνο, καθιστά το βραχύ φωνήεν που βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο Όμηρος όμως χρησιμ. σε δύο περιπτώσεις ως βραχύ το φωνήεν που βρισκόταν πριν από φθόγγο ζ· και οι δύο λέξεις που άρχιζαν με το ζ ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· ἄστῠ Ζελείης, ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος.