θρυλίσσω

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῡλίσσω Medium diacritics: θρυλίσσω Low diacritics: θρυλίσσω Capitals: ΘΡΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: thrylíssō Transliteration B: thrylissō Transliteration C: thrylisso Beta Code: qruli/ssw

English (LSJ)

   A crush, shiver, smash, θρυλίξας Lyc.487:—Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Il.23.396.

Greek (Liddell-Scott)

θρῡλίσσω: (κοινῶς θρυλλ-), θραύω, συντρίβω, θρυλίξας Λυκόφρ. 487. - Παθ., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Ἰλ. Ψ. 396.

French (Bailly abrégé)

1 mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;
2 frissonner, grelotter.
Étymologie: DELG à rapprocher de θραύω.

Greek Monolingual

θρυλίσσω (Α)
συντρίβω, τσακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE dhrus-lo- και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο». Από την ίδια ρίζα προήλθαν και τα γοτθ. driusan «καταπίπτω, θρυμματίζομαι», λεττ. druska «τεμάχιο». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το θραύω, ενώ η γλώσσα του Ησυχίου θρυλλεῖ
ταράσσει, ὀχλεῖ δεν είναι βέβαιο αν ανήκει στην ίδια ρίζα ή αν πρόκειται για παράγωγο του θρύλος, όπως το θρυλώ, με άλλη σημ.
ΠΑΡ. αρχ. θρύλιγμα.

Greek Monotonic

θρῡλίσσω: (λαϊκιστή θρυλλ-), θραύω, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω· Παθ., θρυλίχθη δὲμέτωπον (Επικ. αντί ἐθρυλίχθη), σε Ομήρ. Ιλ.