θεόκραντος

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκραντος Medium diacritics: θεόκραντος Low diacritics: θεόκραντος Capitals: ΘΕΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: theókrantos Transliteration B: theokrantos Transliteration C: theokrantos Beta Code: qeo/krantos

English (LSJ)

ον,

   A accomplished or wrought by the gods, A.Ag.1488.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκραντος: -ον, τελεσθεὶς ἢ ποιηθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1488, Χριστόδ. Ἐκφρ. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par les dieux.
Étymologie: θεός, κραίνω.

Greek Monolingual

θεόκραντος, -ον (Α)
αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό-κραντος, πολεμό-κραντος].

Greek Monotonic

θεόκραντος: -ον (κραίνω), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.