κατήγορος

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήγορος Medium diacritics: κατήγορος Low diacritics: κατήγορος Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: katḗgoros Transliteration B: katēgoros Transliteration C: katigoros Beta Code: kath/goros

English (LSJ)

ὁ,

   A accuser, Hdt.3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κ. public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον, . . δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp.de Arte 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατήγορος: -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― προδότης ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 accusateur;
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.
Étymologie: κατά, ἀγορέω.

English (Strong)

from κατά and ἀγορά; against one in the assembly, i.e. a complainant at law; specially, Satan: accuser.

English (Thayer)

(κατήγωρ) ὁ, an accuser: G L T WH. It is a form unknown to Greek writers, a literal transcription of the Hebrew קָטִיגור, a name given to the devil by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae Hebrew i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)).

Greek Monolingual

ο (AM κατήγορος)
1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον του δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)
2. αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο επικριτής (α. «ο κακός οπού ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.
β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)
(νεολλ.) φρ. «δημόσιος κατήγορος» — η κατηγορούσα αρχή, ο δικαστικός υπάλληλος που διατυπώνει την κατηγορία εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο εισαγγελέας
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει κάτι κακό, ο καταδότης («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. παρ-ήγορος, συν-ήγορος
το -η οφείλεται στη λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση» αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικ-ηγόρος, ετυμ-ηγόρος, παρ-ήγορος, συν-ήγορος].

Greek Monotonic

κατήγορος: -ον, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, σε Ηρόδ., Σοφ.· προδότης, καταδότης, σε Αισχύλ.