κελαδῆτις

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδῆτις Medium diacritics: κελαδῆτις Low diacritics: κελαδήτις Capitals: ΚΕΛΑΔΗΤΙΣ
Transliteration A: keladē̂tis Transliteration B: keladētis Transliteration C: keladitis Beta Code: keladh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.

German (Pape)

[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].

Greek Monotonic

κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.