κέλωρ

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλωρ Medium diacritics: κέλωρ Low diacritics: κέλωρ Capitals: ΚΕΛΩΡ
Transliteration A: kélōr Transliteration B: kelōr Transliteration C: kelor Beta Code: ke/lwr

English (LSJ)

ωρος, ὁ,

   A son, poet. word in E.Andr.1033 (lyr.), Lyc.495, al., Puchstein Epigr.Gr.p.76, etc.    2 eunuch, Hsch.    II = φωνή, βοή Id., PMasp.151.249 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1416] ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

κέλωρ: -ωρος, ὁ υἱός, ἔγγονος, ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς κέλωρ’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = φωνή, βοή, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κελωρύω, κραυγάζω, βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ωρος (ὁ) :
fils, rejeton.
Étymologie: κέλομαι.

Greek Monolingual

κέλωρ, -ωρος, ὁ (Α)
1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος
3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα ker- «αυξάνω») και συνδέεται με λατ. Ceres «θεά Δήμητρα» και αρμεν. ser «φυλή, καταγωγή». Με τη σημ. «ευνούχος» η λ. κέλωρ < κέρωρ, με ανομοίωση, οπότε συνδέεται με το ρ. κείρω «κουρεύω, ξυρίζω». Με τη σημ. «φωνή, βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. κελαρύζω].

Greek Monotonic

κέλωρ: -ωρος, ὁ, γιος, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).