λευκανθής

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκανθής Medium diacritics: λευκανθής Low diacritics: λευκανθής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΘΗΣ
Transliteration A: leukanthḗs Transliteration B: leukanthēs Transliteration C: lefkanthis Beta Code: leukanqh/s

English (LSJ)

ές,

   A white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white, καπνός Pi.N.9.23 (dub.); λ. κάρα S.OT742, cf. AP12.165 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 33] ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).

Greek (Liddell-Scott)

λευκανθής: -ές, (ἀνθέω) ἔχων λευκὸν ἄνθος, Νικ. Θηρ. 530· καθόλου, κατάλευκος, σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς κάρα, δηλ. ὅπερ ἀρτίως ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 à fleur blanche;
2 fig. blanchi, blanc.
Étymologie: λευκός, ἄνθος.

English (Slater)

λευκανθής
   1 white flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)

Greek Monolingual

-ές (AM λευκανθής, -ές)
(για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη
αρχ.
μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ-ανθής, φιλ-ανθής].

Greek Monotonic

λευκανθής: -ές (ἀνθέω), αυτός που έχει λευκά άνθη· γενικά, πάλλευκος, ολόλευκος, σε Πίνδ.· βλ. χνοάζω.