Κύπρος

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κύπρος Medium diacritics: Κύπρος Low diacritics: Κύπρος Capitals: ΚΥΠΡΟΣ
Transliteration A: Kýpros Transliteration B: Kypros Transliteration C: Kypros Beta Code: *ku/pros

English (LSJ)

ἡ, Cyprus, Od.17.442, al. (never in Il., exc. in Adv. (v. infr.)). Adv. Κυπρόθεν,

   A from Cyprus, AP9.487 (Pall.); Κυπρόθε, Call.Sos.9.7; Κύπρονδε, to Cyprus, Il.11.21.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπρος: ἡ, Ἑλληνικὴ νῆσος κατὰ τὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.) κτλ.˙ οἱ Ρωμαῖοι ἐλάμβανον ἐκεῖθεν τὸν ἄριστον χαλκόν, Λατ. cyprium, Πλίν. 34. 2˙ ― πρβλ. Κύπριος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Chypre.
Étymologie: DELG hourrite kab

English (Autenrieth)

the island of Cyprus, Od. 4.83 .—Κυπρονδε, to Cyprus, Il. 11.21.

English (Slater)

Κύπρος
   1 Cyprus Οἰνώνᾳ τε καὶ Κᾰπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει ὁ Τελαμωνιάδας (N. 4.46) (θεῷ) ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) ὦ Κύπρου δέσποινα Aphrodite fr. 122. 18.

English (Strong)

of uncertain origin; Cyprus, an island in the Mediterranean: Cyprus.

English (Thayer)

Κύπρου, ἡ, Cyprus, a very fertile and delightful island of the Mediterranean, lying between Cilicia and Syria: BB. DD., under the word; Lewin, St. Paul, i. 120ff.)

Greek Monotonic

Κύπρος: ἡ, η Κύπρος, ελληνικό νησί στη νότια ακτή της Μ. Ασίας, σε Όμηρ. κ.λπ.· οι Ρωμαίοι έπαιρναν από αυτό τον καλύτερο χαλκό, Λατ. cyprium.