μετοικεσία
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ἡ,
A = μετοικία 1, esp. of the captivity of the Jews, LXX 4 Ki.24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος Ev.Matt.1.11; also πλεόνων μ. 'the land o' the leal', AP7.731 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).
Greek (Liddell-Scott)
μετοικεσία: ἡ, = μετοικία Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 changement de résidence, émigration;
2 déportation, transportation.
Étymologie: μετοικέω.
English (Strong)
from a derivative of a compound of μετά and οἶκος; a change of abode, i.e. (specially), expatriation: X brought, carried(-ying) away (in-)to.
English (Thayer)
μετοικεσίας, ἡ (for the better form μετοίκησις, from μετοικέω) (cf. Winer s Grammar, 24 (23))), a removal from one abode to another, especially a forced removal: with the addition Βαβυλῶνος (on this genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian exile, Sept. for גֹּלָה i. e. migration, especially into captivity; of the Babylonian exile, גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη)
1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)
2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» — η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων
νεοελλ.
(κοινων.) τύπος κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη μεταβολή της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου αλλά χωρίς μεταβολή του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του
αρχ.
1. μτφ. (για τους νεκρούς) η μετάσταση στον Άδη
2. εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετοικέτ-ης (με συριστικοποίηση του -τ- πριν από το -ι-) + κατάλ. -ία].
Greek Monotonic
μετοικεσία: ἡ, = μετοικία I, σε Ανθ.· η Έξωση ή η Αιχμαλωσία των Ιουδαίων, σε Καινή Διαθήκη