νομοθέτης

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθέτης Medium diacritics: νομοθέτης Low diacritics: νομοθέτης Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: nomothétēs Transliteration B: nomothetēs Transliteration C: nomothetis Beta Code: nomoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lawgiver, Antipho 5.15, Th.8.97, Pl. R.429c, Ep.Jac.4.12, etc.    II in pl., at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. And.1.83, IG22.140.8, D.3.10, Lex ap.eund.24.21, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθέτης: -ου, (τίθημι) ὁ τιθείς νόμους, Ἀντιφῶν 131, 13, Θουκ. 8. 97, Πλάτ. Πολ. 429C, κτλ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ Νομοθέται ἦσαν πολυάριθμός τις ἐπιτροπὴ ἐκ δικαστῶν, εἰς οὓς ἦτο ἀνατεθειμένη ἡ ἀναθεώρησις τῶν νόμων, Ἀνδοκ. 11. 27, Δημ. 31. 11., 706. 22 κἑξ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 131. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
législateur ; οἱ νομοθέται les Nomothètes, chargés de reviser la législation.
Étymologie: νόμος, τίθημι.
Par. ἄρχων.

English (Strong)

from νόμος and a derivative of τίθημι; a legislator: lawgiver.

English (Thayer)

νομοθετου, ὁ (νόμος and τίθημι, a lawgiver: Antiphon, Thucydides), Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, others; the Sept. Psalm 9:21.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, -ιδος)
αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης
νεοελλ.
πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης της ποίησης» β. «νομοθέτης της μόδας»)
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ.) oἱ νομοθέται
επιτροπή δικαστών στην αρχαία Αθήνα που έργο τους ήταν η αναθεώρηση τών νόμων της πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -θέτης (< τί-θημι), πρβλ. λογο-θέτης.

Greek Monotonic

νομοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι
I. αυτός που θεσπίζει νόμους, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. στην Αθήνα, οι Νομοθέται ήταν πολυάριθμη επιτροπή δικαστών επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των νόμων, σε Δημ.