προτίω
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τίσω [ῑ],
A prefer in honour, prefer, τι A.Ag.789 (anap.), Eu.546 (lyr.); τάφου . . τὸν μὲν προτίσας . . ἔχει has deemed the one more worthy of burial, S.Ant.22.
German (Pape)
[Seite 793] (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προτίω: μέλλ. -τίσω [ῑ], τιμῶ περισσότερον, προτιμῶ, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, Εὐμ. 545· πρ. τινὰ τάφου, θεωρῶ τινα μᾶλλον ἄξιον ταφῆς ἢ ἕτερον, Σοφ. Ἀντ. 22.
French (Bailly abrégé)
honorer de préférence ; préférer : τινα τάφου SOPH juger qqn digne des honneurs de la sépulture.
Étymologie: πρό, τίω.
Greek Monolingual
Α
1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ
2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)
3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].
Greek Monotonic
προτίω: μέλ. -τίσω [ῐ], τιμώ περισσότερο, προτιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ.