προσμάσσω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A knead or plaster one thing against another: apply, attach closely to, χείλεσι χείλη Theoc.12.32; σικύην τύψει the cuppinginstrument to the snake-bite, Nic.Th.922; π. τὸν Πειραιᾶ [τῇ πόλει] Ar.Eq.815:—aor. Med., τηλέφιλον ποτεμάξατο (Dor.) stuck to [the arm], Theoc.3.29:—Pass., πλευραῖσι προσμαχθέν stuck close to his sides, of the poisoned robe, S.Tr.1053, cf. Lyc.1029; κηλῖδα προσμεμάχθαι τῇ ψυχῇ Philostr.VA3.42.
German (Pape)
[Seite 772] zusammenkneten, daran drücken, fügen, kleben, τινί τι, übh. eng verbinden, u. pass. daran haften, πλευραῖσι προσμαχθὲν ἀμφίβληστρον, Soph. Trach. 1042; Ar. Equ. 812 komisch τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν, er hat den Peiraieus mit der Stadt verbunden; sp. D.: σικύην τύψει, Nic. Ther. 921; κλύδων προσμάσσεται, anspülen, Lycophr. 1029; τὸ τηλέφιλον ποτιμαξάμενον πλατάγησεν, wie das pass., Theocr. 3, 29; u. öfter bei sp. D. = προσβάλλειν, προσφέρειν.
Greek (Liddell-Scott)
προσμάσσω: μέλλ. -ξω, προσπλάσσω, προσκολλῶ πρᾶγμά τι πρὸς ἕτερον· προσκολλῶ τι στενῶς, χείλεσι χείλη Θεόκρ. 12. 32· σικύην τύψει, τὴν σικύαν («βεντοῦζαν») εἰς τὸ κτυπηθὲν μέρος, Νικ. Θηρ. 921· οὕτω, τὸν Πειραιᾶ τῇ πόλει προσέμαξε, «προσέθηκε, προσεκόλλησε· μάττειν λέγεται τὸ ἀναμιγνύναι καὶ φυρᾶν καὶ εἰς ἓν συνάγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 815, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 19· καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, πλευραῖσι προσμαχθέν, προσκολληθὲν εἰς τὰς πλευράς του, ἐπὶ τοῦ εἰς τὸ δηλητήριον ἐμβαφέντος χιτῶνος, Σοφ. Τρ. 1053, πρβλ. Λυκόφρ. 1029· κηλῖδα προσμεμάχθαι τῇ ψυχῇ Φιλόστρ. 131· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. μετοχ., τηλέφιλον ποτιμαξάμενον, προσκολληθὲν ἐπὶ τῆς χειρός, Θεόκρ. 3. 29.
French (Bailly abrégé)
presser, serrer ou appliquer fortement contre ; Pass. s’attacher à, τινι.
Étymologie: πρός, μάσσω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. προτιμάσσω Α
1. συνδέω στερεά κάτι με κάτι άλλο, προσκολλώ δύο πράγματα μεταξύ τους («ὃς δὲ κε προσμάξη γλυκερώτερα χείλεσι χείλη», Θεόκρ.)
2. συμφύρω, αναμιγνύω
3. συνενώνω («τὸν Πειραιᾱ προσέμαξεν [τῇ πόλει]», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + μάσσω «ζυμώνω, κατεργάζομαι, μαλάσσω»].
Greek Monotonic
προσμάσσω: μέλ. -ξω, προσκολλώ, συνδέω στενά με, προσμάσσω τὸν Πειραιᾶ τῇ πόλει, σε Αριστοφ.· στην Παθ., πλευραῖσι προσμαχθέν, προσκολλημένο στις πλευρές του, λέγεται για δηλητηριώδη χιτώνα, σε Σοφ.· μτχ. Μέσ. αορ. αʹ, τηλέφιλον ποτιμαξάμενον, το φύλλο προσκολλήθηκε στενά στο χέρι, κόλλησε, σε Θεόκρ.