στυλίσκος
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ὁ, Dim. of στῦλος,
A peg, Hp.Mochl. 38, Str.3.4.17, Orib.49.4.69. II = στυλίς 11, Eust.1039.38. III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, dim. von στῦλος, Strab. 3, 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στῦλος, βακτηρία ἢ ῥάβδος, Ἱππ. Μοχλ. 865, Στράβ. 164. 2) μέρος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. 128 Mai. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Εὐστ. 1039. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petit bâton, baguette;
2 pied vertical, support en forme de colonnette;
2 partie d’un instrument de chirurgie.
Étymologie: στῦλος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος
νεοελλ.
ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων
μσν.
ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη
αρχ.
1. βακτηρία, ράβδος
2. τμήμα χειρουργικού εργαλείου
3. μικρός στύλος όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος
νεοελλ.
ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων
μσν.
ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη
αρχ.
1. βακτηρία, ράβδος
2. τμήμα χειρουργικού εργαλείου
3. μικρός στύλος όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
στῡλίσκος: ὁ, υποκορ. του στῦλος, ραβδί ή μπαστούνι, βέργα, σε Στράβ.