Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χόριον

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόρῐον Medium diacritics: χόριον Low diacritics: χόριον Capitals: ΧΟΡΙΟΝ
Transliteration A: chórion Transliteration B: chorion Transliteration C: chorion Beta Code: xo/rion

English (LSJ)

τό,

   A membrane that encloses the foetus in the womb, afterbirth, Hp.Nat.Puer.16, Arist.HA562a6, Dsc.3.150, Gal.UP15.4, Ruf.Onom.230, Porph.Marc.32, etc.; certain animals are said to eat it, Arist.HA611a18, Thphr.Fr.175; cf. ἀμνίον 1.2.    2 membrane round the inside of the egg, Arist.GA754a1.    II any intestinal membrane: hence in pl. χόρια, τά, a dish made by stuffing it with honey and milk, haggis, Cratin.326, Ar.Fr.569.4, Alex.172.17, Theoc.9.19, ubi v. Sch.—It is uncertain to which of these senses is to be referred the prov. χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι 'don't let a dog taste blood', Theoc.10.11.

German (Pape)

[Seite 1366] τό (auch falsch accentuirt χορίον), 1) jede Haut, Fell, Leder, corium; sprichwörtlich von der Untilgbarkeit einmal eingewurzelter Gewöhnungen χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι, es ist schlimm, den Hund Leder kosten zu lassen, Theocr. 10, 11; vgl. canis a corio nunquam absterrebitur uncto Hor. Sat. 2, 5,83, unser »an kleinen Riemen lernt der Hund Leder fressen«. - 2) die häutige Hülle, welche die Frucht im Mutterleibe umschließt u. ihr bei der Geburt folgt, die Nachgeburt, Arist. H. A. 6, 3. – 3) χόρια, auch χόρεια, eine mit Honig und Milch zubereitete Speise; Alexis bei Ath. XII, 516 e; Theocr. 9, 19;

Greek (Liddell-Scott)

χόριον: τό, ὁ ὑμὴν ὁ περιβάλλων τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ καὶ ἐξερχόμενος μετ’ αὐτὸ κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ πλακοῦς, τὸ ὕστερον ἢ «ἀκόλουθον», Λατ. secundae, Ἱππ. 238, 6, Ἀριστ. περὶ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 14, Διοσκ. 3. 167, Γαλην., κλπ.· λέγεται δὲ ὅτι ζῷά τινα ἐσθίουσιν αὐτό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 9, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175 Wimm.· ὁ ἐσώτερος ὑμὴν ἐκαλεῖτο ἀμνίον (ἴδε ἐν λ.). 2) ὁ ὑμὴν ὁ περιβάλλων τὸ ᾠὸν ἔσωθεν τοῦ φλοιοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 25, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 14. ΙΙ. πᾶς ὑμὴν τῶν ἐντέρων ἢ ἐντοσθίων καὶ ἐν τῷ πληθ., χόρια, τά, ἔδεσμα παρασκευαζόμενον ἐκ τῶν τοιούτων ὑμένων πληρουμένων διὰ γάλακτος καὶ μέλιτος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 158, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 16, Θεόκρ. 9. 19, ἔνθα ἴδε Σχολ. ― Εἶναι ἀβέβαιον εἰς τίνα τῶν σημασιῶν τούτων πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν τὴν παροιμίαν, χαλεπὸν χορίῳ κύνα γεῦσαι, «νὰ μὴ συνηθίσῃ ὁ σκύλος ’ς τἀλεῦρι», Θεόκρ. 10. 11· οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ, canis … a corio nunquam absterrebitur uncto· πρβλ. χορδὴ ΙΙ. 2. Πρβλ. Λατ. cor-ium = τῷ ἀρχ. Λατ. scor-tum, δέρμα ἢ δορά, Λιθ. skur-à (δέρμα, Ἀγγλ. skin)· ὥστε φαίνεται ὅτι ἐξέπεσεν τὸ ἀρκτικὸν s. Ὁ Pott σχετίζει τὰς λέξεις ταύτας πρὸς τὸ ξύω).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 peau, cuir;
2 arrière-faix;
3 membrane remplie d’une sorte de purée préparée avec du miel et du lait, friandise, appât pour les jeunes animaux.
Étymologie: DELG rien de certain, mais cf. χορ-δή et autres mots désignant des membranes qui enveloppent.

Spanish

placenta

Greek Monotonic

χόρῐον: τό, μεμβράνη που καλύπτει το έμβρυο, πλακούντας, Λατ. secundae· πληθ., χόρια, τά, γεύμα που φτιάχνεται από πλακούντα γεμισμένο με μέλι και γάλα, είδος πατσά, σε Αριστοφ.· παροιμ., χαλεπὸν χορίω (Δωρ. γεν.) κύνα γεῦσαι, «μην αφήνεις το σκύλο να συνηθίσει στο αλεύρι», σε Θεόκρ. (πρβλ. Ορατίου canis a corio nunquam absterrebitur uncto).