χαλκομίτρας

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ,

   A with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d’airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.

English (Slater)

χαλκομίτρας
   1 with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)

Greek Monolingual

και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο-μίτρης].

Greek Monotonic

χαλκομίτρας: -α, ὁ, αυτός που έχει μίτρα ή ζώνη από χαλκό, σε Πίνδ.