προσοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικοδομέω Medium diacritics: προσοικοδομέω Low diacritics: προσοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prosoikodoméō Transliteration B: prosoikodomeō Transliteration C: prosoikodomeo Beta Code: prosoikodome/w

English (LSJ)

   A build besides, π. [τεῖχος] build another wall, v.l. for ἐσοικ- in Th.2.76; οἰκίαν PCair.Zen.642.3 (iii B.C.); τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας . . μεῖζον μῆκος having built an additional length to the altar in the agora, i.e. having added to its length, Th.6.54:— Pass., D.H.1.79; φρούρια π. τῷ τείχει J.BJ 5.12.2.    2 metaph., ἄλλο τε εἶδος . . προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν they also framed, Pl.Ti.69c; τὸ κακῶς -οικοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arist.Pr.866b17, cf. Thphr.Sud.30; πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ π. Plu.2.168a.

German (Pape)

[Seite 774] dazu, dabei anbauen; Plat. Tim. 69 c; Thuc. 2, 76. 6, 54; auch übertr., πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ, Plut. de superst. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικοδομέω: οἰκοδομῶ, κτίζω προσέτι, πρ. [[[τεῖχος]]], κτίζω ἕτερον τεῖχος, Θουκ. 2. 76· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας… μεῖζον μῆκος, οἰκοδομήσας πρόσθετον μῆκος εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγορᾶς, δηλ. αὐξήσας τὸ μῆκος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 6. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 79· μεταφορ., ἄλλο τε εἶδος... προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, ἐσχημάτιζον, ἔπλαττον ὡσαύτως, Πλάτ. Τίμ. 69C, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 2· πρ. πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ Πλούτ. 2. 168Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 construire auprès : τί τινι élever une construction près d’une autre;
2 construire en outre, fig. ajouter : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

προσοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω, οικοδομώ επιπλέον, προσοικοδομέω (τεῖχος), χτίζω άλλο τείχος, σε Θουκ.· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ (βωμῷ) προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος, έχω χτίσει πρόσθετο μήκος στον βωμό της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το μήκος του, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσοικοδομέω: 1) строить рядом, пристраивать (τεῖχος Thuc.): τῷ βωμῷ μεῖζον μῆκος π. Thuc. удлинять алтарь;
2) присоединять (πάθη τῇ λύπῃ Plut.): τὸ προσῳκοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arst. элемент мышечной ткани.