συγκινέω

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῑνέω Medium diacritics: συγκινέω Low diacritics: συγκινέω Capitals: ΣΥΓΚΙΝΕΩ
Transliteration A: synkinéō Transliteration B: synkineō Transliteration C: sygkineo Beta Code: sugkine/w

English (LSJ)

   A stir up or excite, Plb.15.17.1, Act.Ap.6.12; stir up a mixture, Gal.13.1041:—Pass., move along with or together, Arist.Top. 113a30, Pr.921b28, Gal.16.520, etc.; σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Plu.2.704d; τὸ συγκεκινημένον sympathetic emotion, Longin.15.2; συγκεκ. λόγοι Id.29.2.    II apparently intr., Arist.Pr.949a19 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 967] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῑνέω: κινῶ ὁμοῦ, συγκινῶ ἢ συνταράσσω, Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ συγκίνησις, Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mouvoir ensemble ; Pass. se mouvoir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, κινέω.

English (Strong)

from σπαράσσω and κινέω; to move together, i.e. (specially), to excite as a mass (to sedition): stir up.

English (Thayer)

συγκίνω: 1st aorist 3rd person plural συνεκίνησάν; to move together with others (Aristotle); to throw into commotion, excite, stir up: τόν λαόν, Polybius, Plutarch, Longinus, others.)

Greek Monotonic

συγκῑνέω: μέλ. -ήσω, ανακινώ μαζί, συγκινώ, συνταράσσω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκῑνέω: 1) вместе двигать, толкать, возбуждать (τινα Polyb.; τὸν λαόν NT): ἰδίᾳ ὁρμῇ συγκινεῖσθαι Plut. двигаться по собственному побуждению; συγκινεῖσθαί τινι Plut. следовать чьему-л. движению; συγκινούμενος Luc. размеренный, мерный;
2) (sc. ἑαυτόν) двигаться Arst.