προμαρτύρομαι

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμαρτύρομαι Medium diacritics: προμαρτύρομαι Low diacritics: προμαρτύρομαι Capitals: ΠΡΟΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: promartýromai Transliteration B: promartyromai Transliteration C: promartyromai Beta Code: promartu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.

German (Pape)

[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.

French (Bailly abrégé)

attester d’avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.

English (Strong)

from πρό and μαρτύρομαι; to be a witness in advance i.e. predict: testify beforehand.

English (Thayer)

1. antetestor (in the old lexicons).
2. to testify beforehand, i. e. to make known by prediction: Basil of Seleucia, 32a. (Migne vol. lxxxv.) and) by Theodorus Metochita (c. 75, misc., p. 504) — a writer of the 1300-1399> fourteenth century.

Greek Monolingual

ΜΑ
δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)
μσν.
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»].

Greek Monotonic

προμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προμαρτύρομαι: (ῡ) предвозвещать, предрекать (τι NT).