σφωΐτερος

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφωΐτερος Medium diacritics: σφωΐτερος Low diacritics: σφωΐτερος Capitals: ΣΦΩΪΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sphōḯteros Transliteration B: sphōiteros Transliteration C: sfoiteros Beta Code: sfwi/+teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, possess. Adj. of σφῶϊ, Pron. of 2nd pers. dual,

   A of you two, σ. ἔπος the word of you two, Hera and Athena, Il.1.216.    2 of σφωέ, Pron. of 3rd pers. dual, of them two or both of them, Antim.10,13.    II = σφέτερος in A.R.:    1 for 2nd pers. pl., your own, your, 4.454.    2 for 2nd pers. sg., thine own, thine, thy, 3.395.    3 for 3rd pers. sg., his or her own, 2.465,544, al. (so Theoc.25.55); his or her, 1.643, 3.600.    4 for 3rd pers. pl., their own, 1.1286, Man.2.190.

German (Pape)

[Seite 1053] possess. Adj. 1) der zweiten Person im, dual., σφῶϊ, euer beider, euch beiden eigen, Il. 1, 216. – 2) der dritten Person, im dual., ihrer beider, ihnen beiden eigen, Antimach. bei Apoll. D. de pron. 373. – 3) = σφέτερος, Ap. Rh., sowohl in gerader Form als reflexiv, sein, 1, 643. 3, 600; auch für die 2. Pers. sing., dein, 3, 395; vgl. Theocr. 22, 67.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. poss. au sens :
I. du duel : (2ᵉ pers.) à vous deux (v. σφῶϊ);
II. du sg. :
1 (3ᵉ pers.) son, sa, au sens réfléchi du lat. suus;
2 (2ᵉ pers.) ton, ta.
Étymologie: σφῶϊ.

Greek Monolingual

(I)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφῶϊ, αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.)
2. (και για το β' εν. πρόσ.) ο δικός σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].———————— (II)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφωέ, αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο δικός τους
2. αντί της κτητ. αντων. σφέτερος, -τέρα, -ον
3. (και για το γ' εν. πρόσ.) ο δικός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφωέ/σφωϊν (βλ. λ. σφεῖς) + κατάλ. -τερος (πρβλ. σφέ-τερος)].

Greek Monotonic

σφωΐτερος: [ῐ], -α, -ον,
1. κτητ. επίθ. του σφῶϊ, του δυϊκ. της προσ. αντων. βʹ προσ., αυτός που ανήκει σε σας τους δύο· σφωΐτερον ἔπος, τα λόγια των δυο σας, σε Ομήρ. Ιλ.· για το βʹ πρόσ. ενικ., δικός σου, σε Θεόκρ.
2. για το γʹ πρόσ. ενικ., δικός του, δική του, Λατ. suus, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σφωΐτερος: σφεῖς свой или его, ее Theocr.
σφῶϊ принадлежащий вам обоим: σφωΐτερον ἔπος Hom. вами обеими (Герой и Афиной) данное приказание.