δυσραγής

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσρᾰγής Medium diacritics: δυσραγής Low diacritics: δυσραγής Capitals: ΔΥΣΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dysragḗs Transliteration B: dysragēs Transliteration C: dysragis Beta Code: dusragh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to break, Luc.Anach.24 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 688] ές, schwer zu zerreißen, Luc. gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

δυσρᾰγής: -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à rompre.
Étymologie: δυσ-, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές difícil de romper τὰ σκύτη Luc.Anach.24.

Greek Monolingual

δυσραγής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει.

Greek Monotonic

δυσρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), δύσκολος στο σπάσιμο, άθραυστος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσρᾰγής: с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ σκύτη τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.).