Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διέρπω

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέρπω Medium diacritics: διέρπω Low diacritics: διέρπω Capitals: ΔΙΕΡΠΩ
Transliteration A: diérpō Transliteration B: dierpō Transliteration C: dierpo Beta Code: die/rpw

English (LSJ)

   A creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.

German (Pape)

[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διέρπω: ἕρπωδιέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.

French (Bailly abrégé)

f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.

Spanish (DGE)

I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.

Greek Monolingual

διέρπω και διερπύζω (AM) έρπω
περνώ ανάμεσα σαν να σέρνομαι.

Greek Monotonic

διέρπω: μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, πῦρ δ., για τη δια πυρός δοκιμασία, εξέταση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διέρπω: проползать, проходить (πῦρ Soph.; διά τινος Plut.).