διάδυσις
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A passing through, passage, ἐς τὼς πόρως Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50: metaph. in pl., evasions, τῶν ἀδικημάτων, i.e. escape from the consequences of crimes, D.24.139, cf. 94, Plu.Dem.6: abs., Lib.Or.18.32. II in pl., passages, galleries, in mines, etc., D.S.5.36: sg., prob.l. in Aen.Tact.24.5; subterranean channel, Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, δίοδος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., δίοδος, διάδρομος, ὑπόγειος, ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’échapper ; αἱ διαδύσεις fig. moyens d’échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; au sg. échappatoire (en justice).
Étymologie: διαδύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.Fr.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
•de mezclas interpenetración συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.Dem.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5
•galería, túnel διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).
Greek Monotonic
διάδῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ., υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.