συνεκδίδωμι

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκδίδωμι Medium diacritics: συνεκδίδωμι Low diacritics: συνεκδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΚΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synekdídōmi Transliteration B: synekdidōmi Transliteration C: synekdidomi Beta Code: sunekdi/dwmi

English (LSJ)

   A join in giving out, τὴν ἀποχήν PFlor.95.15 (iv A.D.); yield up together, αὑτούς Plu.Dem.23; give out also, Id.2.699b:—Pass., Philostr. VA3.39.    2 help a poor man in portioning out his daughter (cf. ἐκδίδωμι 1.2), σ. τισὶ θυγατέρας Lys.19.59, D.18.268:—Med., PEnteux.91.2 (iii B.C., but dub. sens.), D.H.2.10.    3 Pass., to be lent as well, of money, Lys.Oxy.1606.323.    II intr., end in like manner, EM812.51:—Pass., ib.800.21.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. δίδωμι), mit, zugleich, zusammen ausgeben, ausstatten u. verheirathen, ausstatten helfen, θυγατέρα τινί, Lys. 19, 59; Dem. 18, 268; κόρας, D. Cass. 58, 2, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκδίδωμι: ἐκδίδω ὁμοῦ, παραδίδω ὁμοῦ, τινὰ Πλουτ. Δημοσθ. 23 ἐν τέλει· ἐκρίπτω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. 2. 699Β. 2) βοηθῶ πτωχὸν ἄνθρωπον εἰς προίκισιν τῆς κόρης αὐτοῦ πρὸς γάμον, συνεισφέρω πρὸς ἔκδοσιν αὐτῆς εἰς γάμον (πρβλ. ἐκδίδωμι Ι. 2), συν. τινὶ τὴν θυγατέρα Λυσί. 157. 18, Δημ. 316. 4· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 10. ΙΙ. ἀμεταβ., λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἐτυμ. Μέγ.

French (Bailly abrégé)

1 aider à établir, à marier une fille;
2 livrer également;
3 rejeter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκδίδωμι.

Greek Monolingual

Α ἐκδίδωμι
1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον
2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον
3. απορρίπτω κάτι επί πλέον
4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο τρόπο
6. παθ. συνεκδίδομαι
(για χρήματα) παρέχομαι ως επί πλέον δάνειο.

Greek Monolingual

Α ἐκδίδωμι
1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον
2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον
3. απορρίπτω κάτι επί πλέον
4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο τρόπο
6. παθ. συνεκδίδομαι
(για χρήματα) παρέχομαι ως επί πλέον δάνειο.

Greek Monotonic

συνεκδίδωμι: μέλ. -δώσω,
1. παραχωρώ ή παραδίδω μαζί, δίνω σε γάμο, παντρεύω συγχρόνως, σε Πλούτ.
2. βοηθώ κάποιον φτωχό να προικίσει την κόρη του, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκδίδωμι samen (met...) of tegelijk (met...) uitleveren, met acc. en dat. iem. samen met iem.: ἡμῖν λανθάνετε πάντας αὑτοὺς συνεκδιδόντες jullie vergeten dat jullie met ons ook jullie zelf allemaal uitleveren Plut. Demosth. 23.6. helpen uit te huwelijken, met dat. en acc.: τισιν θυγατέρας συνεξέδωκα ik heb bepaalde mensen geholpen met het uithuwelijken van hun dochter (d.w.z. aan de bruidsschat bijgedragen) Dem. 18.268.