παραλογισμός

From LSJ
Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογισμός Medium diacritics: παραλογισμός Low diacritics: παραλογισμός Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: paralogismós Transliteration B: paralogismos Transliteration C: paralogismos Beta Code: paralogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A false reasoning, fallacy, τοὺς π. κατά τινων ποιήσονται Lycurg.31, cf. Gal.11.465, etc.; false inference, τοῦ θεάτρου Arist.Po.1455a13 ; οἱ ἔξω τῆς λέξεως π. material fallacies, opp. οἱ παρὰ τὴν λέξιν ἔλεγχοι, Id.SE166b21.    2 weakness of reasoning power, Aristeas 250.    II deception, fraud, Plb. 1.81.8, PLond.1.24.26(ii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, falsche Rechnung, Betrug durch falsche Rechnung, falscher Schluß, Arist. pol. 2, 3 u. öfter; die VLL. erkl. ἀπάτη λογισμοῦ. Uebh. Betrug, Pol. 1, 81, 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογισμός: ὁ, ἐσφαλμένος τρόπος τοῦ συλλογίζεσθαι, Λυκοῦργ. 152. 4, κτλ.· ὁ Ἀριστοτέλης διαιρεῖ τοὺς παραλογισμοὺς εἰς τοὺς παρά τὴν λέξιν (γλωσσικούς), καὶ εἰς τοὺς ἔξω τῆς λέξεως (οὐσιώδεις, πραγματικούς), π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4. 9 κἑξ., ἴδε τὸ περὶ Ἀριστ. σύγγραμμα τοῦ Grote 2 σ. 81 κἑξ. ΙΙ. ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Πολύβ. 1. 81, 8, κτλ. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tromperie.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Greek Monolingual

ό, ΝΜΑ παραλογίζομαι
εσφαλμένος τρόπος του συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός
νεοελλ.-μσν.
(φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων της λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα
αρχ.
1. εσφαλμένο συμπέρασμα
2. απάτη με δόλο, εξαπάτηση («ἐπιβουλὴν καὶ παραλογισμὸν ἡγούμενοι», Πολ.).

Greek Monotonic

παραλογισμός: ὁ, λανθασμένος συλλογισμός, παραπλάνηση, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραλογισμός:1) ложное умозаключение, паралогизм Arst.;
2) обман Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλογισμός -οῦ, ὁ [παραλογίζομαι] drogreden.