κρυπτεία

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτεία Medium diacritics: κρυπτεία Low diacritics: κρυπτεία Capitals: ΚΡΥΠΤΕΙΑ
Transliteration A: krypteía Transliteration B: krypteia Transliteration C: krypteia Beta Code: kruptei/a

English (LSJ)

ἡ, (κρυπτεύω)

   A secret service at Sparta, Pl.Lg.633b; employed against the Helots, Arist.Fr.538; ὁ ἐπὶ τῆς κ. τεταγμένος Plu.Cleom.28.    II hiding-place, Agath.5.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1515] ἡ, bei den Lacedämoniern eine Uebung der Jünglinge im Stehlen u. Ueberlisten der Heloten, heimliche Helotenjagd, wobei selbst das Leben der Heloten preisgegeben wurde; Plat. Legg. I, 633 b, vgl. Schol. dazu; Plut. Lycurg. 28 Cleomen. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτεία: ἡ, (κρυπτεύω) κρυφία ἀποστολή, εἰς ἣν ὑπεβάλλοντο οἱ νέοι τῆς Σπάρτης καὶ ἥτις ἦτο σφόδρα πολύπονος, διότι ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ περιπλανῶνται εἰς τὴν χώραν ἀνυπόδητοι ἐν ὥρᾳ χειμῶνος καὶ νὰ ὑφίστανται πολλὰς στερήσεις χάριν σκληραγωγίας, Πλάτ. Νόμ. 633Β· ἐχρησιμοποιοῦντο δὲ ὡσαύτως ὅπως ἐνεδρεύωσι καὶ φονεύωσι τοὺς Εἵλωτας, Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 28, πρβλ. Ἡρακλείδ. Ποντ. 2· ὁ ἐπὶ τῆς κρυπτείας τεταγμένος Πλουτ. Κλεομ. 28. Ὅρα λεξικ. Ἀρχαιοτήτων, ἐν λέξ. ― Τύπος τις κρυπτία ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cryptie, sorte de chasse aux Hilotes.
Étymologie: κρύπτω.

Greek Monolingual

κρυπτεία, ἡ (Α) κρυπτεύω
1. (στη Σπάρτη) θεσμός του λακωνικού πολιτεύματος που συνίστατο στη μυστική αποστολή και υπηρεσία στην οποία υποβάλλονταν εκλεκτοί Σπαρτιάτες νέοι για λόγους σκληραγωγίας και κατά τη διάρκειά της έστηναν ενέδρες και σκότωναν τους ρωμαλεότερους είλωτες («ἔτι δὲ καὶ κρυπτεία τις ὀνομάζεται θαυμαστῶς, πολύπονος πρὸς τὰς καρτερήσεις», Πλάτ.)
2. συνεκδ. το στρατιωτικό σώμα που απαρτιζόταν από τους νέους που μετείχαν στην κρυπτεία
3. κρύπτη, κρυψώνας.

Greek Monotonic

κρυπτεία: ἡ (κρυπτεύω), μυστική εντολή την οποία οι νεαροί Σπαρτιάτες ήταν υποχρεωμένοι να εκτελέσουν, δηλ. να περιφρουρούν τη χώρα και να αντέχουν στις κακουχίες, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυπτεία -ας, ἡ [κρυπτεύω] krypteia (geheime dienst in Sparta).