προσαναστέλλω
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.
French (Bailly abrégé)
ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.
Greek Monolingual
Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].
Greek Monotonic
προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen.