ἀμαλλοδέτης
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Theoc.10.44, AP10.16 (Theaet.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 10. 44.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui lie les gerbes.
Étymologie: ἄμαλλα, δέω¹.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
agavillador Theoc.10.44, AP 10.16 (Theaet.).
Greek Monolingual
ἀμαλλοδέτης, ο (AM)
ο αμαλλοδετήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δέτης < δῶ (-έω) «δένω»].
Greek Monotonic
ἀμαλλοδέτης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμαλλοδέτης: ου ὁ Theocr., Anth. = ἀμαλλοδετήρ.