προσουδίζω

From LSJ
Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσουδίζω Medium diacritics: προσουδίζω Low diacritics: προσουδίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΥΔΙΖΩ
Transliteration A: prosoudízō Transliteration B: prosoudizō Transliteration C: prosoudizo Beta Code: prosoudi/zw

English (LSJ)

(οὖδας)

   A dash against or to the ground, τὸ παιδίον Hdt. 5.92.γ, cf. E.IA1151 (Scaliger for προσουρ-), Plu.Galb.26, Procop. Goth.4.29,al.:—Pass., π. ὑπὸ τοῦ Κύκλωπος Plu.2.506b, cf. D.C.72.13.

German (Pape)

[Seite 775] zu Boden werfen, Her. 5, 92, 3; niederreißen, Plut. de garrul. 10 Galb. 26. – S. auch προσουρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσουδίζω: (οὖδας) καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3· οὕτω, Εὐρ. Ι. Α. 1125 (ἴδε προσορίζω Ι. 1), Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

jeter par terre, briser contre terre, acc..
Étymologie: πρός, οὖδος.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάτι καταγής, το ρίχνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οὖδας «η επιφάνεια της γης, έδαφος»].

Greek Monotonic

προσουδίζω: μέλ. -σω (οὖδας), ρίχνω κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

προσουδίζω: ударять или разбивать оземь (τὸ παιδίον Her.; εἰκόνα τινός Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσουδίζω [πρός, οὖδος] op de grond smijten.