ἀλλᾶς

From LSJ
Revision as of 16:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλᾶς Medium diacritics: ἀλλᾶς Low diacritics: αλλάς Capitals: ΑΛΛΑΣ
Transliteration A: allâs Transliteration B: allas Transliteration C: allas Beta Code: a)lla=s

English (LSJ)

ᾶντος, ὁ,

   A force-meat, sausage or black-pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.

German (Pape)

[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.

French (Bailly abrégé)

ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.

Spanish (DGE)

-ᾶντος, ὁ
morcilla ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.Eq.432, Epich.85.416Au.
hecha de sangre, carne y especias αἱματοπώτης ἔσθ' ὅ τ' ἀλλᾶς χὡ δράκων Ar.Eq.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.Eq.161, 201, πνεύμων, ἀλλᾶς τε bofe y morcilla Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.VS 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4
frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.Gall.14
adulteradas a base de mulo muerto, Procop.Goth.2.3.11.

• Etimología: Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. allo-, lat. alium ‘ajo’.

Greek Monolingual

ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].

Greek Monotonic

ἀλλᾶς: -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, λουκάνικο, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀλλᾶς: ᾶντος ὁ колбаса Arph.