ἀρύβαλλος

From LSJ
Revision as of 17:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύβαλλος Medium diacritics: ἀρύβαλλος Low diacritics: αρύβαλλος Capitals: ΑΡΥΒΑΛΛΟΣ
Transliteration A: arýballos Transliteration B: aryballos Transliteration C: aryvallos Beta Code: a)ru/ballos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50.    II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bourse qui s’ouvre et se ferme à l’aide de cordons;
2 vase de col étroit et de forme analogue à cette bourse.
Étymologie: ἀρύω, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰρῠ-]
1 bolsa que se cierra tirando de cordones, Stesich.29, Antiph.50.
2 pomo globular, aríbalo Ar.Eq.1094, Ath.783f.

• Etimología: Etim. dud. Quizá un comp. de ἀρύω y βάλλω en asíndeton. Tb. es posible ver en el 2.° término pelásgico *bholn-, cf. βαλλαντιον.

Greek Monolingual

ἀρύβαλλος, ο (Α)
1. σακούλα από δέρμα ή ύφασμα που ανοιγοκλείνει με κορδόνι
2. ποτήρι με στενό λαιμό
3. φιάλη με λάδι την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Στησίχορο και τον Αντιφάνη με σημασία «σάκος που κλείνει με κορδόνι», ενώ στον Αριστοφάνη και τον Αθηναίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει «φιαλίδιο με στενό λαιμό, είδος ποτιστηριού». Άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογία του αρύβαλλος < αρύειν + βάλλειν δεν είναι ικανοποιητική, γιατί προϋποθέτει ως αρχική τη σημασία του ποτιστηριού, πράγμα που αμφισβητείται, ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί αιγαιακό ή βορειοβαλκανικό δάνειο].

Greek Monotonic

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ,
I. σάκκος ή πουγκί, σε Στησίχ.
II. στάμνα που μοιάζει στο σχήμα με πουγκί, δηλ. είναι στενή στο λαιμό, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀρύβαλλος: (ᾰρᾰ) ὁ арибалл (узкогорлый сосуд) Arph.