διάημι

From LSJ
Revision as of 18:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάημι Medium diacritics: διάημι Low diacritics: διάημι Capitals: ΔΙΑΗΜΙ
Transliteration A: diáēmi Transliteration B: diaēmi Transliteration C: diaimi Beta Code: dia/hmi

English (LSJ)

[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,

   A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.

Greek (Liddell-Scott)

διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.

English (Autenrieth)

ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι

• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.

Greek Monolingual

διάημι (Α) άημι
διαπνέω, φυσώ μέσα από κάτι.

Greek Monotonic

διάημι: παρατ. διάην, φυσώ, πνέω μέσω των δέντρων κ.λπ., με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-άημι door... heen waaien, met acc.:; τοὺς μὲν ἄρ ’ οὔτ ’ ἀνέμων διάη μένος daar blies niet eens de krachtige wind doorheen Od. 5.478; met gen.: τῶν ψυχρὸς ἐὼν διάησι koud als hij is blaast de wind dwars door hen (beesten) heen Hes. Op. 514.

Russian (Dvoretsky)

διάημι: дуть насквозь, продувать (τι Hom.; τινος и διά τινος Hes.).