δυσάντητος

From LSJ
Revision as of 18:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάντητος Medium diacritics: δυσάντητος Low diacritics: δυσάντητος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysántētos Transliteration B: dysantētos Transliteration C: dysantitos Beta Code: dusa/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc.    II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.

German (Pape)

[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont l’abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.

Greek Monolingual

δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).

Greek Monotonic

δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσάντητος: 1) неприятный на вид, отталкивающий (θέαμα Luc.);
2) невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς πάθη Plut.).