ἐκπληκτικός
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ή, όν,
A striking with consternation, astounding, θόρυβος Th.8.92 ; ἐ. τοῖς ἐχθροῖς X.Eq.Mag.8.18 (Comp.) ; ἐκπληκτικώτερον more surprising or startling, Arist.Po.1460b25: Sup., Plb.3.4.5, Onos. 22.4. II Adv. -κῶς terribly, D.S.14.25 : Sup. -ώτατα Ael.NA 11.32. 2 with enthusiasm, ἀποδέξασθαί τινα Plb.10.5.2.
German (Pape)
[Seite 774] ή, όν, erschreckend, betäubend; θόρυβος Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπληκτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, θόρυβος Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à frapper de stupeur ou d’étonnement, effrayant.
Étymologie: ἐκπλήσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sorprendente μέρος en una obra literaria, Arist.Po.1460b25, εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Longin.15.11.
2 que expresa sorpresa τὰ δὲ ἀπὸ κλητικῆς ... θαυμαστικὰ καὶ ἐκπληκτικά Sch.D.T.435.
II sent. neg.
1 que aturde, que sobrecoge θόρυβος Th.8.92, κτύπος D.C.68.24.4.
2 terrorífico de soldados, X.Eq.Mag.8.18, ἐπιβολή Onas.22.4, περιπέτειαι Plb.3.4.5, θέαμα Ph.2.91, πάθη Plu.2.347a
•neutr. plu. sup. como adv. ἐκπληκτικώτατα ἐβόα Ael.NA 11.32, ἐκπληκτικώτατα ... βλέψαι καὶ φθέγξασθαι μέγα lanzar miradas terroríficas y dar grandes voces de Héctor en combate, Philostr.Her.52.7.
III adv. -ῶς
1 de manera terrible o terrorífica αὐτοῖς ἐ. ὁ βασιλεὺς προσφέρεται D.S.14.25, ἐ. πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένοι Plu.Tim.27.
2 con entusiasmo τοῦ δὲ πλήθους ... ἐ. αὐτὸν ἀποδεξαμένου Plb.10.5.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκπληκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί έκπληξη
2. θαυμαστός, υπέροχος.
Greek Monotonic
ἐκπληκτικός: -ή, -όν (ἐκπλήσσω), αυτός που προξενεί, που προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικός, τρομακτικός, φοβερός, εντυπωσιακός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπληκτικός: потрясающий, ужасающий (θόρυβος Thuc.; ἀναγνώρισις Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.).