ἐνσκίμπτω

From LSJ
Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσκίμπτω Medium diacritics: ἐνσκίμπτω Low diacritics: ενσκίμπτω Capitals: ΕΝΣΚΙΜΠΤΩ
Transliteration A: enskímptō Transliteration B: enskimptō Transliteration C: enskimpto Beta Code: e)nski/mptw

English (LSJ)

poet. ἐνισκ-, Ep. and Lyr. form of ἐνσκήπτω,

   A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in, βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— Pass., stick in, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612.    II hurl upon one, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58 (v.l. ἐνέσκηψε) ; ὁππότ' ἀνίας . . πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765; of a snake, ἐνισκ. ἰόν Nic.Th.140; βλοσυρὸν δάκος ib.336.

German (Pape)

[Seite 852] ep. ἐνισκίμπτω, fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος, wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., δόρυ οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσκίμπτω: καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. τύπος τοῦ ἐνσκήπτω, χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· ἐμβάλλω, εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. ἐξακοντίζω ἐναντίον τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐνισκίμπτω;
ao. ἐνέσκιμψα, ao. Pass. 3ᵉ sg. poét. ἐνισκίμφθη;
appuyer sur : τί τινι une chose sur une autre.
Étymologie: ἐν, σκίμπτω.

English (Autenrieth)

see ἐνισκίμπτω.

English (Slater)

ἐνσκίμπτω
   1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (ἐνέσκηψεν v. l.) (P. 3.58)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἐνισκ- Il.17.437, A.R.3.153, Nic.Th.140

• Morfología: [aor. part. nom. du. ἐνισκίμψαντε Il.l.c.]
I tr.
1 abatir, dejar caer en c. dat. οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα tras abatir sus cabezas sobre el suelo los dos caballos, por la pérdida de su auriga Il.l.c.
2 clavar, hundir en c. dat. ὁπότε ... ἀνδράσ' ἐνισκίμψῃ ... ἰόν de la víbora, Nic.l.c., cf. 336, fig. del amor εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος si clavas tu flecha en la muchacha de Eros, A.R.l.c., ὁππότ' ἀνίας ... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765.
3 sólo c. ac. precipitar κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον un rayo precipitó su destino Pi.P.3.58.
II intr.
1 precipitarse, incidir φάος ἠοῦς ... λευκῇσιν ἐνισκίμψασα βολῇσι la luz de la aurora tras incidir con sus brillantes rayos A.R.4.113.
2 en v. med.-pas. clavarse, hundirse en δόρυ ... οὔδει ἐνισκίμφθη Il.16.612, 17.528.

Greek Monolingual

ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) σκίμπτομαι
1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.)
2. εξακοντίζω
3. χτυπώ, πλήττω.

Greek Monotonic

ἐνσκίμπτω: ποιητ. ἐνι-σκ-, Επικ. τύπος του προηγ., χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, για άλογα που κρεμούν, χαμηλώνουν, σκύβουν το κεφάλι τους θλιμμένα για τον χαμό του κυρίου τους, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., μπήγομαι, καρφώνομαι στο έδαφος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσκίμπτω: эп. ἐνισκίμπτω (во что-л.)
1) упирать: οὔδει ἐνισκίμψαι καρήατα Hom. понурить головы;
2) вонзать (δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Hom.);
3) бросать, низвергать (κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pind.).