ἴασπις

From LSJ
Revision as of 22:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴασπῐς Medium diacritics: ἴασπις Low diacritics: ίασπις Capitals: ΙΑΣΠΙΣ
Transliteration A: íaspis Transliteration B: iaspis Transliteration C: iaspis Beta Code: i)/aspis

English (LSJ)

ιδος (but acc.

   A ἴασπιν Orph.L.267,613), ἡ, jasper, Pl.Phd.110d, IG22.1388.88, 7.2420 (Thebes, iii B.C.), Thphr.Lap.23, AP9.746 (Polemo).    II = χρυσόγονον, Dsc.4.56. (Cf. Hebr. yāšpheh).

German (Pape)

[Seite 1234] ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
jaspe, pierre précieuse.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indéterminée.

Spanish

jaspe

English (Strong)

probably of foreign origin (see יָשְׁפֵה); "jasper", a gem: jasper.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῡ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].

Greek Monotonic

ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. (ξένη λέξη).

Russian (Dvoretsky)

ἴασπις: ιδος ἡ яшма Plat., NT.