Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

German (Pape)

[Seite 1423] den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῦρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνόβολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβόλος: -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., κεραυνοβόλος, ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ou accompagne la foudre.
Étymologie: κεραυνός, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοβόλος, -ον)
(νεοελλ,) μτφ.
1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση»)
2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος
3. φρ. «κεραυνοβόλο βλέμμα» — άγριο και πολύ αυστηρό βλέμμα
αρχ.
1. αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς
2. φρ. «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο κεραυνός.
επίρρ...
κεραυνοβόλως και -α
με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημασία].

Greek Monotonic

κεραυνοβόλος: -ον (βάλλω),
I. αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει φασαρία ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. κεραυνό-βολος, -ον, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβόλος -ον [κεραυνός, βάλλω] bliksem werpend:. πῦρ τὸ κεραυνοβόλον het bliksemvuur AP 12.63.2.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβόλος: ὁ мечущий гром, поражающий громом (ἀγγεῖον Luc.; πῦρ Anth.).