κορέννυμι
English (LSJ)
Them.Or.16.213a; κορεννύω, Gloss.; κορέω, Nic.Al. 195; κορέσκω, ib.225, 360, 415: fut.
A κορέσω Hdt.1.212; Ep. κορέεις Il.13.831, κορέει 8.379, 17.241: aor. ἐκόρεσα 16.747, A.Pr.166 (lyr.); poet. ἐκόρεσσα Theoc.24.138, AP7.204 (Agath.):—Med., κορέννυμαι Orph.L.732, opt. κορέοιτο Nic.Al.263: aor. ἐκορεσάμην, Ep. ἐκορεσσ-, κορεσσ-, Il.11.562, Od.20.59:—Pass., fut. κεκορήσομαι Max.117: aor. ἐκορέσθην Od.10.499; Ep. 3pl. -θεν Ar.Pax1283 sq.: pf. κεκόρεσμαι X.Mem.3.11.3 (nowhere else in early Prose), Plu.Dem.23, APl.4.190 (Leon.); Ion. κεκόρημαι Il.18.287, Hes.Op.593, Sapph. 48, Ar.Pax1285 (v. infr.): pf. part.Act. (with pass. sense) κεκορηώς, -ότος, Od.18.372, Nonn.D.5.34, Coluth.120: also fut. (in intr. sense) κορήσουσι LXX De.31.20:—satiate, fill one with a thing, c. dat., κορέεις κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.13.831; μολπῇ θυμὸν κ. A.R. 3.897: c gen. rei, κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκός S.Ph.1156 (lyr.): c. acc. only, τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας; Thgn.229; πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ A. l.c.:—Med., satisfy oneself, c. gen., ἐκορέσσατο φορβῆς Il.11.562; οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς 19.167; ὄφρ' . . κρειῶν κορεσαίατο θυμόν might satisfy their desire with flesh, Od.14.28: metaph., φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.635: c. part., κορεσσάμεθα κλαίοντε 22.427; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα 11.87:—Pass., to be glutted, satiated, δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Od.8.98; κεκορήμεθ' ἀέθλων 23.350; κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Hes.Op.593; βορᾶς κορεσθείς E.Hipp.112; πολέμου ἐκόρεσθεν Ar.Pax 1283: c. part., κλαίων . . κορέσθην Od.4.541; οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι; Il.18.287: rarely c. dat. rei, κριθαῖσι κορεσθείς Thgn.1269; πλούτῳ κεκορημένος Id.751; ὕβρι Hdt.3.80: abs., dub. in Sapph.48.—Cf. κορίσκομαι. (Cf. Lith. šérti 'feed'.)
Greek (Liddell-Scott)
κορέννῠμι: μόνον παρὰ Θεμιστίῳ· ὡσαύτως κορέω Νικ. Ἀλεξιφ. 195· κορέσκω αὐτόθι 225, 360, 415: μέλλ. κορέσω Ἡρόδ. 1. 212· Ἐπικ. κορέεις Ἰλ. Ν. 831· κορέει Θ. 379, Ρ. 241: ἀόρ. ἐκόρεσα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. κόρεσσα Θεόκρ., Ἀνθ. ― Μέσ., κορέννυμαι Ὀρφ., εὐκτ. κορέοιτο Νικ. Ἀλεξιφ. 263: μέλλ. κορέσομαι Χρησμ. Σιβυλλ.: ἀόρ. ἐκορεσάμην, Ἐπικ. ἐκορεσσ-, κορέσσ-, Ὅμ. ― Παθ., μέλλ. κορεσθήσομαι Βαβρ. 2. 31, 19· κεκορήσομαι Μάξιμ. π. καταρχ. 117: ἀόρ. ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 341· Ἐπικ. γ΄ πληθ. -θεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, 4: πρκμ. κεκόρεσμαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφ. Ἀττ.), Πλούτ.· Ἰων. κεκόρημαι Ὅμ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1285, ἴδε κατωτ.· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. (μετὰ παθ. σημασίας) κεκορηώς, ότος, Ἰλ. Σ. 287, Ὀδ. Σ. 372, Ἡσίοδ., κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΡ, πρβλ. κόρος, κτλ.) Χορταίνω, ἱκανοποιῶ, πληρῶ τινά τινος, μετὰ δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Ν. 831· κ. θυμὸν μολπῇ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 897· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκὸς Σοφ. Φιλ. 1156· μετὰ μόνης αἰτ., τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας Θέογν. 229· πρὶν ἂν ἢ κορέσαι κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 165. ― Μέσ., χορτάζομαι, μετὰ γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς Ἰλ. Λ. 562· οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Τ. 167· ὡσαύτως ὄφρ’: κρειῶν κορεσαίατο θυμόν, ἵνα χορτάσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του μὲ κρέατα, Ὀδ. Ξ. 28· μεταφ., φυλόπιδος κορέσασθαι Ἰλ. Ν. 635· συχνότερον μετὰ μετοχ., κλαίουσα κορέσσατο, ὃ ἐστίν, ἔκλαυσεν ὅσον ἠδύνατο, Ὀδ. Δ. 541· κορεσσάμεθα κλαίοντε Ἰλ. Χ. 427, κτλ.· ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Λ. 87· ― Παθ., χορτάζομαι, «χορταίνω», δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Ὀδ. Θ. 98· κεκορήμεθ’ ἀέθλων Ψ. 350· κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 591· βορᾶς κορεσθεὶς Εὐρ. Ἱππ. 112· πολέμου ἐκόρεσθεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283· μετὰ μετοχ., κλαίων ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 541· οὔπω κεκόρησθε ἐελμένοι Ἰλ. Σ. 287· σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., κριθῇσι κορεσθεὶς Θέογν. 1269· πλούτῳ κεκορημένος αὐτόθι 751· ὕβρι Ἡρόδ. 3. 80.
French (Bailly abrégé)
f. κορέσω, ao. ἐκόρεσα;
Pass. ao. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι ; part. pf. Act. ion. κεκορηώς au sens Pass.
I. rassasier : τινά τινι ou τινος, qqn de qch ; κέαρ ESCHL rassasier ou réjouir son cœur;
II. Pass. κορέννυμαι (ao. ἐκορέσθην) et Moy. κορέννυμαι (ao. ἐκορεσάμην);
1 se rassasier, être rassasié (de vin, de nourriture, etc.) gén. ou dat. : fig. ὕβρι κεκορημένος HDT rassasié d’outrages ; avec un part. : κλαίουσα κορέσσατο OD elle se rassasia de pleurs;
2 avoir le dégoût de, être fatigué de, gén. ; part. κεκορηώς OD rassasié ; dégoûté, fatigué de, gén..
Étymologie: κόρος¹.
English (Strong)
a primary verb; to cram, i.e. glut or sate: eat enough, full.
English (Thayer)
(κόρος satiety); to satiate, sate, satisfy: 1st aorist passive participle κορεσθέντες, as in Greek writings from Homer down, with the genitive of the thing with which one is filled (Buttmann, § 132,19), τροφῆς, κεκορεσμένοι ἐστε, every wish is satisfied in the enjoyment of the consummate Messianic blessedness, 1 Corinthians 4:8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κορέννῡμι: μέλ. κορέσω, Επικ. βʹ και ενικ. κορέεις, κορέει, αόρ. αʹ ἐκόρεσα, ποιητ. κόρεσσα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκορεσάμην, Επικ. ἐκορεσσ-, κορεσσ- — Παθ., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων. κεκόρημαι· Επικ. μτχ. Ενεργ. παρακ. (με Παθ. σημασία) κεκορηώς, -ότος· παραχορταίνω, μπουχτίζω, τινα, σε Θέογν., Αισχύλ.· γεμίζω κάποιον με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με γεν. πράγμ., χορταίνω, ικανοποιώ, σε Σοφ. — Μέσ., ικανοποιούμαι, χορταίνομαι, με γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με μτχ., κλαίουσα κορέσσατο, ικανοποιήθηκε με τον θρήνο, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., είμαι χορτασμένος, σε Ησίοδ.· σπανίως, με δοτ. πράγμ., πλούτῳ κεκορημένος, σε Θέογν.· ὕβρι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κορέννῡμι: κόρος I] (fut. κορέσω - эп. κορέω и Anth. κορέσσω, aor. ἐκόρεσα и Anth., ἐκόρεσσα; med. эп. 3 л. sing. aor. ἐκορέσσατο и κορέσσατο - 1 л. pl. κορεσσάμεθα, part. κορεσσάμενος; pass.: aor. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι - ион. κεκόρημαι; ион. part. pf. act. со знач. pass. κεκορηώς)
1) кормить досыта, насыщать (τινὰ δημῷ καὶ σάρκεσσι Hom.; στόμα σαρκός Soph.); pass. насыщаться (οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Hom.; κορεσθεὶς βορᾶς Eur. и τροφῆς NT): ὕβρι κεκορημένος Her. преисполненный наглости;
2) pass. перен. досыта изведать, насладиться (φυλόπιδος πολέμοιο Hom.): ἐπεὶ πολέμου ἐκόρεσθεν Arph. когда они навоевались всласть;
3) pass. вдоволь претерпеть, натерпеться (πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων Hom.): κλαίων ἐκορέσθην Hom. я наплакался досыта; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Hom. (дровосек) устал рубить.